Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

Αθώες μικρές φωτιές

Στην αρχή ήταν μικρές, δειλές φλογίτσες, ίσα που ξεχώριζαν.
Κι ύστερα σιγά-σιγά φούντωναν. Ψήλωναν. Ανέβαιναν. Ακολουθούσαν τον άνεμο. Έψαχναν για τ΄ αστέρια. Έστελναν τους αντικατοπτρισμούς τους στην θάλασσα.
Κατάπιναν το οξυγόνο του αέρα. Ξέφευγαν από τον έλεγχο. Γίνονταν πύρινες λαίλαπες που σε κυνηγούσαν. Αιχμαλώτιζαν το βλέμμα σου. Θόλωναν τον ορίζοντα σου.

Στην αρχή δεν ήταν κανείς τριγύρω του.
Έμοιαζε αόρατος.
Η παραλιακή λεωφόρος του νησιού , τον προσπερνούσε αδιάφορη.
Οι άνθρωποι μετακινιόντουσαν σαν σε ποτάμι. Πέρναγαν από μπροστά του, ίδρωναν από την ζέστη της νύχτας, μέτραγαν τα βήματά τους μέχρι την επόμενη στάση, μίλαγαν με τον απέναντι γνωστό που διασταύρωνε τον δρόμο τους.
Στην αρχή δεν έμοιαζε, ήταν αόρατος.

Κι αυτός , κι οι ¨αθώες μικρές φωτιές¨του.

Κι ύστερα σιγά-σιγά ξεχώριζε.
Το ποτάμι της παραλιακής έκανε μια μικρή παράκαμψη μπροστά του. Αποτραβήχτηκε από κοντά του.

Κι εκείνος ψηλός, αμίλητος, με μάτια κάρβουνα, με μαλλιά φίδια από το αλάτι που στέγνωνε πάνω τους μέρες τώρα, με σφραγισμένα χείλια, και με μια αναπνοή νωχελική σαν μωρού παιδιού σε μεσημεριάτικο ύπνο.
Χωρίς πουκάμισο. Χωρίς να πει ούτε μια λέξη , άρχιζε να παίζει με τις μικρές φωτιές.

Στην αρχή τις κουνούσε πέρα δώθε, απαλά, σχεδόν στοργικά , λες και φοβόταν μήπως και ξυπνήσουν απότομα.
Κι έπειτα άρχιζε τους κύκλους .
Μια μπροστά, μια πίσω.
Μια πάνω , μια κάτω.

Τώρα χιαστί. Μια δεξιά, μια αριστερά.
Κινήσεις καλά μετρημένες. Ρυθμικές. Σε ημικύκλια. Σε παραλληλόγραμμα. Σε συνδυασμούς.
Στην αρχή ήρεμα, μαλακά. Κι ύστερα πιο γρήγορα, κι ακόμη πιο γρήγορα.
Κι οι ¨μικρές φωτιές¨ να φουντώνουν. Να κοκκινίζουν. Να φτύνουν σπίθες. Να διασταυρώνονται πάνω από το κεφάλι του, πίσω από την πλάτη του, κάτω από τις μασχάλες του, ανάμεσα από τους μηρούς του.

Στην αρχή γλυκά κι ύστερα με φρενιασμένη ταχύτητα, χωρίς σταματημό, χωρίς λογαριασμό.
Μέχρι να καταπιούν όλο το οξυγόνο . Μέχρι να τελειώσει το πετρέλαιο να σβήσει το στουπί. Μέχρι να τις καταπιεί ο θάνατος της ανυπαρξίας .

Το πλήθος το παρακολουθούσε από απόσταση ασφαλείας. Από εκεί όπου οι σπίθες δεν το έφθαναν. Από εκεί όπου οι ¨μικρές φωτιές¨, δεν το άγγιζαν.
Τον κοίταζε μαγνητισμένο, άφωνο, με κρατημένη την ανάσα. Και ζήλευε. Ναι τον ζήλευε οδυνηρά , αυτόν τον αμίλητο μελαχροινό ξένο που εξουσίαζε τις φλόγες και τον εαυτό του. Αυτόν τον απρόσκλητο επισκέπτη της παραλιακής που έπαιζε τόσο ξεδιάντροπα με τις φωτιές.

Κι όταν το νούμερο τελείωσε, όταν τα κατακαμμένα στουπιά εκπλήρωσαν την αποστολή τους κι έπεσαν κατάκοπα στις πλάκες, αυτοί δεν χειροκρότησαν, δεν σάλεψαν, δεν έβγαλαν επιφωνήματα ανακούφισης. Έμειναν να κοιτάζουν.
Κι από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας νάνος που κράταγε ένα αναποδογυρισμένο καπέλο. Χωνόταν ανάμεσα στο πλήθος, τους σκουντούσε, τους χαμογελούσε, τους έδειχνε το καπέλο, κι εκείνοι έβαζαν το χέρι στις τσέπες, άνοιγαν τις τσάντες, έψαχναν τα πορτοφόλια κι έριχναν, έριχναν κι αποχωρούσαν αργά-αργά, πισωπατώντας και ψιθυρίζοντας στ΄ αυτί του διπλανού τους. Λες και την μαγεία θα την σκόρπιζαν οι δυνατές κουβέντες.

Αύγουστος ήταν, του΄97.
Στο λιμάνι έμπαινε κάθε μισή ώρα κι ένα πλοίο.
Φωτισμένο, φορτωμένο κι άλλους απ΄ αυτούς που γεμίζουν ένα μήνα από την ζωή τους κι αφήνουν τους άλλους έντεκα να ψυχορραγούν. Και τους άδειαζε στην αποβάθρα λίγο μόνο μέτρα μακριά από τον γυμνό ξένο.

Ήμουν κι εγώ εκεί. Λίγο πιο ψηλά. Σ΄ ένα μπαλκόνι . Κι έβλεπα και δεν χόρταινα το παιχνίδι με τις φωτιές. Κι όλο έλεγα τώρα θα κατέβω να του μιλήσω, να τον ρωτήσω. Τώρα, μόλις τελειώσει κι αυτός ο γύρος του θανάτου με τις ¨μικρές φωτιές¨ του.
Και μπαινόβγαιναν τα πλοία, και πηγαινοερχόταν το ποτάμι της παραλιακής. Κι εκείνος περίμενε τις καινούργιες φουρνιές για να δώσει άλλη μια παράσταση, για να εκστασιάσει τα πλήθη.
Κάθε φορά και λίγο πιο πέρα. Κάθε φορά και λίγο πιο μακριά.
Και ο νάνος κρυμμένος πίσω από τα μπιτόνια με το πετρέλαιο και τα καμμένα στουπιά, μέτραγε τις εισπράξεις.
Κάθε φορά λίγο πιο κει, λίγο πιο μέσα.

Στο απέναντι νησί, φαινόταν οι φωτιές που κατέτρωγαν τα βουνά του. Λαίμαργες, πυρόξανθες, ένοχες και υπερήφανες.

Και το φεγγάρι ανέβαινε. Κι η ώρα μέτραγε περασμένα μεσάνυχτα . Κι εγώ εκεί , σ΄ ένα μπαλκόνι πάνω από το Αιγαίο, λες και δεν είχα πια ελεύθερη βούληση, περίμενα την επόμενη παράσταση για να κατέβω και να του μιλήσω………

Τον αναγνώρισα αμέσως από την μυρωδιά του καμμένου.
Καθόταν στο διπλανό τραπέζι κι έτρωγε. Μέρα μεσημέρι, σ΄ ένα άλλο νησί, σε μια άλλη παραλία.
Φορούσε στα κοκαλωμένα μαλλιά του το καπέλο των εισπράξεων, κι ένα πουκάμισο στο χρώμα της φωτιάς.
Στην άλλη καρέκλα , ο νάνος. Γυμνός από την μέση και πάνω.
Κι έκανε μια ζέστη, της κόλασης.
Έπιναν μπύρες και μίλαγαν σε μια αλλόκοτη γλώσσα (μάλλον αγγλικά με το στόμα γεμάτο).
Όταν ήρθε ο λογαριασμός πλήρωσαν με κέρματα και μικρά χαρτονομίσματα. Κι ο ταβερνιάρης γκρίνιαζε όσο τα μετρούσε.
Κι έφυγαν για ένα άλλο νησί, για μια άλλη παραλία. Για την επόμενη παράσταση.

Κι ούτε τότε δεν του μίλησα.

10 σχόλια:

industrialdaisies είπε...

Μ'αρέσουν οι μικρές φωτιές που προκαλούν σπίθα μέσα μας. Οι άλλες δεν μ'αρέσουν, που καρβουνιάζουν ότι αγαπάμε... Καλό μήνα Μάρω!

stefanos είπε...

φταίνε τα τραγούδια του
φταίει κι'ο λυράρης
μα πιό πολύ φταίει ο λαός
που είναι μαραζιάρης

Μαρω_Κ είπε...

@μαργαριτούλα,
Καλημέρα, καλό μήνα!
Σπίθες και φωτιές.
Αποκαίδια κι απομεινάρια.
Καινούργιες αρχές και ξεκινηματα.
Ολη μας η ζωή ένας δρόμος!

@στέφανος.
Καλημέρα καλέ μου φίλε.
Εξαιρετικό.
Οντως πολύ μαράζι τον τελευταίο καιρό.
Μουτς πρωινό!

Sally Finkenstein είπε...

Δεν του μίλησες,
η γοητεία του σε κράτησε σε απόσταση, ή μαγεία σκορπίστηκε?
Χορταίνεις κάποτε από ξεδιάντροπα νούμερα με φωτιές.
Μαύρα σύννεφα και στάχτες.
Κανείς δεν του μιλάει,
έτσι κινείται από νησί σε νησί...

Μαρω_Κ είπε...

Sally μου,

Να ομολογήσω ότι αυτή είναι μια πραγματική ιστορία. Οντως ο τύπος υπήρξε το καλοκαίρι του 97 στην Πάρο. Η αλήθεια είναι ότι δεν του μίλησα γιατί τότε ήμουν παντρεμένη, οπότε θα φαινόταν μάλλον άκομψο.
Αν τον ξανασυναντούσα σήμερα δεν ξέρω αν θα ήθελα πια να του μιλήσω.

Sally Finkenstein είπε...

:)
Ισως σήμερα να σου φαινόταν μάλλον άκομψος.
Με κολακεύει η ομολογία σου.
Με συγχωρείς για την αθέλητη παρέμβαση στην αληθινή ιστορία...
Γοητευτικός ο "απρόσκλητος"!

Μαρω_Κ είπε...

Sally γλυκιά μου,
Μην ζητάς συγνώμη.
Οταν κάποιος εκτίθεται αναμενόμενα είναι όλα.
Οσο για την ομολογία, φτάνει να με τσιγκλήσει κάποιος και το άνοιξα το στοματάκι μου.

ολα θα πανε καλα... είπε...

Aθώες μικρές φωτιές;Πόσο αθώες;
Καλησπέρα!

Ανώνυμος είπε...

Πόσο μ' αρέσουν αυτές οι στιγμές που απαθανατίζεις εξακτινώνοντάς τες. Κι αυτοί οι άγριοι τύποι με τις αθώες φλόγες, πόσο μυστηριώδεις και άπιαστοι.

Μαρω_Κ είπε...

@ολα
Καλησπέρα.
Οσο αθώοι είμαστε κι εμείς οι θεατές του Μεγάλου μας Τσίρκου.

@Δώρα.
Το μυστήριο πάντα ασκούσε πάνω μου μια ιδιαίτερη γοητεία. Οπως υποθέτω για όλους μας.
Ο αμφιβληστροειδής μας είναι ο καλύτερος φωτογραφικός φακός, και η μνήμη ένας σκοτεινός θάλαμος που αιχμαλωτίζει τα ψήγματα του χωρου και του χρόνου μας.