«Περί Νοσταλγίας και άλλων δεινών»
Καλοκαίρι του ’84.
Ετη φωτός μου μοιάζει πριν.
«Ριβιέρα» στην Βαλτετσίου, πριν γίνει πεζόδρομος, πριν μας πιάσει η λύσσα της αναπαλαίωσης νεοκλασσικών οικημάτων και συναισθημάτων, πριν αποφασίσουμε ότι να ζεις στα Εξάρχεια αποτελεί πολιτική στάση ζωής, πριν τα Εξάρχεια γεμίσουν νεο-ταβέρνες και μεταμοντέρνους αναρχικούς.
«Ριβιέρα». Πρώτη παράσταση 9 με 11. Ακόμα το φως δεν μας είχε εγκαταλειψει, ακόμα η ζωή δεν μας είχε απογοητεύσει.
“Chinatown” του Πολάνσκι.
Εγώ, ο Χρίστος, η Κατερίνα και ο Γιάννης.
Πριν μπούμε όλοι σε διαφορετικές σχολές του Πολυτεχνείου, πριν μπούμε σε διαφορετικές τροχιές αναζήτησης της ευτυχίας, πριν αποφασίσουμε ότι τα χνώτα μας δεν ταιριάζουν, πριν ανακαλύψουμε τις βασανιστικές ηδονές του σαρκίου μας, τις τόσο περίπλοκες και περιζήτητες. Όταν ακόμα θεωρούσαμε ότι πρέπει να σκοτεινιάσει για τα καλά στο θερινό σινεμά για να προχωρήσουμε σε αγγίγματα χεριών. Όταν θεωρούσαμε ότι πρέπει να ερωτευτείς για τα καλά πριν πεις σ’ αγαπώ.
Ο Τζακ Νίκολσον, βασιλιάς στο έρημο φράγμα.
Η Φέη Νταναγουέη, απόλυτα γυναίκα στην έρημη ζωή της.
Η σκοτεινή γοητεία του νουάρ, του καλοκαιριού, της νεανικής σάρκας που αδημονεί και ψάχνει τρόπο να εκτονωθεί.
Την θυμάμαι την ταινία λες και την είδα χθες. Όλες οι υπόλοιπες φορές που την ξαναείδα, συμπυκνώθηκαν στην πρώτη.
Και τον Γιάννη με το νάρθηκα στο χέρι τον θυμάμαι.
Και τις άβολες καρέκλες. Και τις αμήχανες κουβέντες στο διάλλειμα.
Και την Κατερίνα που πάντα την κυνηγούσε η ώρα και ο πατέρας της.
Και τον Χρίστο που περίμενε να σβήσουν τα φώτα στο δεύτερο μισό για να μου πιάσει το χέρι.
Καλοκαίρι του ‘07.
Εξω από την
«Ριβιέρα».
Στην βραδυνή παράσταση. 11 με 1.
«Σκούρομπλέσχεδόνμαύρο». Ενός πρωτοεμφανιζόμενου Ισπανού που θέλει να πατήσει στα χνάρια του Αλμοδόβαρ.
Μόνη μου.
Να χαζεύω το πολύχρωμο λαό που περπατάει στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου, να μυρίζω το φαγητό που καταλώνεται στις διπλανές «Γιάντες», να κλωτσάω την ώρα να περάσει για να αρχίσει η προβολή.
Να κλωτσάω τις μέρες για να φτάσουν οι διακοπές.
Χωρίς τον Γιάννη, που πια μιλάμε στο τηλέφωνο κάθε δύο χρόνια.
Χωρίς την Κατερίνα που μετά από 16 χρόνια φιλίας αποφάσισε ότι έχουμε εξαντληθεί.
Χωρίς τον Χρίστο που δεν θα μου ξαναμιλήσει ποτέ.
Ενα ζευγάρι από δύο άντρες στα σαράντα πέντε τους σταματάει μπροστά μου.
Αγγίζονται, κοιτιούνται μιλάνε σε χαμηλούς χαιδευτικούς τόνους, φεύγουν.
Τι να πώ; Οτι έφυγε μια ζωή χωρίς να την καταλάβω;
Φριχτά ψέμματα.
Την έζησα, την κυνήγησα, την απείλησα, την αντιμετώπισα.
Μαζί με αυτούς που υπήρξαν, μαζί μ’ αυτούς που υπάρχουν τώρα.
Τι να πω; Οτι τότε είμασταν αθώοι και τώρα όχι;
Και τώρα αθώα είμαι όταν σε κοιτάω στα μάτια και σου λέω ότι σε λατρεύω.
Τι να πω; Οτι δεν μετανιώνω;
Φριχτή αλαζονεία.
Μετανιώνω και λυσσάω που δεν έκανα τα πράγματα διαφορετικά.
Αλλά τώρα πια δεν έχω άλλες εναλλακτικές. Παρά να γράφω και να παρατηρώ. Να παρατηρώ και να γράφω.
Και να κλωτσάω τον χρόνο περιμένοντας να ξεκινήσει η βραδυνή παράσταση, μια που κανείς δεν θα με μαλώσει αν γυρίσω στο σπίτι αργά.
Μονον εσύ θα με περιμένεις για να μου φυλάς τον ύπνο.