Τρίτη 29 Μαΐου 2007

ΑΤΙΤΛΟ

Είναι κάποιοι άνθρωποι που ισορροπούν μεταξύ ήρωα και παιδιού.
Εχουν κάτι μεγάλα μελαγχολικά μάτια, μαλλιά μακριά, χέρια κρυστάλλινα και φωνή παραμυθιού.
Μαζί τους νομίζεις ότι η αγάπη είναι μια λίμνη μελαγχολίας, μια θάλασσα χωρίς ορίζοντα.
Στις άκρες των ματιών τους πάντα κρέμεται ένα δάκρυ.
Και τ’ όνομα τους παραπέμπει σε μια αέναη χαρμολύπη.

Είναι κάποιοι άνθρωποι που τους ερωτεύεσαι για πάντα. Κι ύστερα φοβάσαι να τους ακουμπήσεις γιατί μοιάζουν με κούκλες πορσελάνινες έτοιμες να σωριαστούν σε χίλια κομμάτια.
Λες και κουβαλούν την κατάρα της μάγισσας και πρέπει να είναι μόνιμα θλιμένοι.
Λες κι όλα τα λυπημένα τραγούδια έχουν γραφτεί μόνον γι αυτούς..

Είναι κάτι άνθρωποι που περιμένουν και θα περιμένουν για πάντα κάποιον να τους αφιερωθεί, να τους λατρέψει, να τους σώσει, ένας θεός ξέρει από τι.

Κι εσύ είσαι και θα είσαι πάντα ο καλύτερος τους φίλος, ο πιστός σύντροφος των παιδικών τους παιχνιδιών, ο άγρυπνος παραστάτης του ύπνου τους.


Είναι κάποιοι άνθρωποι που στοιχειώνουν τις μέρες μας, στοιχειώνουν τις σκέψεις μας, τα όνειρα μας, μας δένουν στο άρμα τους, μας καταδικάζουν στην αιώνια θλίψη. Κι ύστερα η ζωή έχει ξεφύγει, ύστερα οι φίλοι έχουν κουραστεί, ύστερα όλα εκείνα που θέλαμε να κάνουμε είναι πια άσκοπα και άχρωμα.

Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν ανταποδίδουν την αγάπη μας απλά και μόνο γιατί δεν την καταλαβαίνουν. Και σπαταλάμε τις ανάσες μας κυνηγώντας χίμαιρες, πίσω από τους ανάξιους ίσκιους τους.

Ονόμασε τους όπως θες.Ότι όνομα και να τους δώσεις, ποτέ δεν θα τους αποκτήσεις, απλά και μόνο γιατί ποτέ τους δεν ήταν αληθινοί.


ΥΣ : Αφιερωμένο στον διαδικτυακό μου φίλο μου Zero+ και στην φίλη μου την Αλκυόνη.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2007

Γράμματα


Ξέρεις τι μου θυμίζουμε, μια σκηνή από τα γράμματα του Κάφκα στην Μιλένα.

Είναι ένα καταπληκτικό δωμάτιο, ζεστό, φιλικό, θαυμάσια επιπλωμένο, φωτεινό, γεμάτο πανέμορφα αντικείμενα.

Ενα δωμάτιο με δύο πόρτες. Και μεις βρισκόμαστε πίσω από κάθε πόρτα και θέλουμε πάρα πολύ να μπούμε στο δωμάτιο. Και τι κάνουμε; καθόμαστε πίσω από την πόρτα με το χέρι στο πόμολο και αφουγκραζόμαστε τι κάνει ο άλλος. Μόλις ένας από τους δύο κάνει την πρώτη κίνηση και πάει να γυρίσει το πόμολο ο άλλος αμέσως κάνει πίσω και αποτραβιέται, περιμένοντας την επόμενη κίνηση. Το αποτέλεσμα; κανείς δεν έχει το θάρρος να μπει μέσα σ’ αυτό το υπέροχο δωμάτιο. Μένουμε αιώνια πισω από μια κλειστή πόρτα, απογοητευμένοι, πληγωμένοι, οργισμένοι, μισεροί.

Μακάρι νάκανες την επόμενη κίνηση εσύ. Να’ μπαινες μέσα στο δωμάτιο. Να καθόσουνα στα όμορφα έπιπλα του, να χαλάρωνες, να ζούσες για λίγο εκεί μέσα. Τόσο όσο θα μου χρειαζόταν για να σε εμπιστευτώ, να νιώσω άνετα, να βρω την δύναμη να μπω κι εγώ μέσα στο δωμάτιο. Μακάρι.

Κυριακή 20 Μαΐου 2007

EΥΡΙΔΙΚΗ

Αφιερωμένο στον διαδικτυακό μου φίλο sigmataf που απαίτησε καινούργιο post. Ελπίζω να του αρέσει!

ΣΚΗΝΗ 157 . ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. ΧΑΡΑΜΑ. ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ.

¨.....Ο Αλέξανδρος είχε φτάσει στο σταθμό καθυστερημένος. Το τρένο για Κωνσταντινούπολη μέσω Θεσσαλονίκης είχε ήδη ξεκινήσει.
Καπνίζει και βλέπει το τρένο ν΄ απομακρύνεται .
Είχε πάρει πολύ αργά την τελική απόφαση . Για άλλη μια φορά.
Την είχε χάσει πια.
ΚΟΝΤΙΝΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
Είναι άυπνος με μαύρους κύκλους , αξύριστος, με βλέμμα απλανές και απογοητευμένο, κοιτάζει προς τα δεξιά του.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
Γυρίζει και βλέπει απέναντι του την Ευριδίκη . Στέκεται από την άλλη πλευρά των γραμμών και τον παρατηρεί.
ΤΕΛΟΣ.
Τίτλοι Τέλους.



Και όπως ήταν αναμενόμενο και αυτό το σενάριο τελείωνε κλασσικά . Χωρίς εκπλήξεις και ανατροπές. Φυσιολογικά. Τετριμμένα. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα.
«Βγαλμένο μέσα από την ζωή» , έλεγε κάπου στην αρχή. Ποιανού ζωή;
Oχι πάντως την δική του.
Κρατούσε τον κόκκινο μαρκαδόρο κι ετοιμαζόταν να γράψει «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», με μεγάλα κόκκινα κεφαλαία γράμματα. Γιατί όχι; Ποιός ήταν αυτός που θα απέρριπτε το happy end μιας νέας και πολύ ελπιδοφόρας τηλεοπτικής σαπουνόπερας;
Ούτε και τα οφέλη βέβαια που έφερνε μαζί της μια τέτοια λέξη γραμμένη με κόκκινο μαρκαδόρο κάτω από την υπογραφή του.

« Δεν βαριέσαι. Τι με νοιάζει εμένα για το επίπεδο της τηλεόρασης.
Τι με νοιάζει ο μέσος τηλεθεατής;
Κι από πού κι ως πού εγώ ένας πτυχιούχος του Μετσοβείου θα πρέπει να έχω άποψη για τηλεοπτικά σενάρια, δείκτες τηλεθέασης, αισθητική και τηλεοπτική λογική;
Δεν το καταλαβαίνω.
Δεν το καταλαβαίνω καθόλου».

- « E, τότε μήπως πρέπει να το πάρεις σπίτι σου απόψε να το μελετήσεις καλύτερα; . Ο άλλος θέλει την εισήγηση σου το αργότερο μέχρι αύριο» .
- «Και ποιος τον γα....» , μετά τις πρώτες μασημένες του συλλαβές , κατάλαβε πως είχε εκφωνήσει την τελευταία του φράση αρκετά δυνατά , ώστε το απέναντι διακοσμητικό «φυτό» να του απαντήσει.
Τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Έστω κι αν μοιράζονταν το ίδιο γραφείο κάποιους μήνες τώρα.
Κοντός, αδύνατος, με ποντικίσια μούρη, πανάκριβα γούστα, άσχετο στυλ και με αξιοθαύμαστες επιδόσεις στην μπιρίμπα.
- «Αφού το λες κι εσύ, αυτό θα κάνω». Σηκώθηκε, έβαλε το ογκώδες σενάριο κάτω από την μασχάλη του, πήρε τα κλειδιά του και αποχώρησε μεγαλοπρεπώς, ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει.

Το κίτρινο καινούργιο του αυτοκίνητο , τον περίμενε υπομονετικά στο ρarking του καναλιού, περήφανο, καλογυαλισμένο, ζωντανή και καθημερινή απόδειξη της βαρεμάρας του.
Κατέβαινε την Κηφισίας με άδειο μυαλό, με άδεια μάτια, όταν την είδε που του έκανε νόημα να σταματήσει.
Μικροκαμωμένη, με τεράστια μαύρα γυαλιά, ρούχα που έπλεαν πάνω της κι είχαν ένα ακαθόριστο σκούρο κυπαρισσί χρώμα. Ισορροπούσε πάνω σ΄ ένα ζευγάρι κατάμαυρες γυαλιστερές φρεσκοαγορασμένες γόβες.
Το νόημα της ήταν τόσο επιτακτικό που δεν του άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Φρενάρισε μπροστά της, κατέβασε το παράθυρο του συνοδηγού κι ετοιμάστηκε να εκφράσει την απορία του . Αλλά όχι.
Εκείνη άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού αποφασιστικά, θρονιάστηκε στο κάθισμα, βόλεψε μια πανάρχαια, δερμάτινη, ξεχαρβαλωμένη και θεόβαρια τσάντα ανάμεσα στα πόδια της και πρόσταξε «Λαϊκό».

Η υπόλοιπη Κηφισίας καταναλώθηκε κάτω από τις ρόδες του ολοκαίνουργιου αμαξιου πολύ γρήγορα. Σε ένα τέταρτο έφθασαν έξω από το νοσοκομείο, μέσα σε μια απόλυτη σιωπή που απαγόρευε κάθε επικοινωνία μεταξύ τους.
Έξω από το Λαϊκό ετοιμάστηκε να αποχαιρετήσει το παράδοξο, εκείνη όμως άφησε την τσάντα της στο κάθισμα, ψάρεψε από μέσα ένα πορτοφόλι, αποφάνθηκε: «Σε δύο λεπτά είμαι πίσω», και χάθηκε μέσα στον κόσμο των έκτακτων περιστατικών.

Αναρωτήθηκε αν θάπρεπε να φύγει ή να περιμένει.
Γιατί για να προσπαθήσει να της εξηγήσει το οφθαλμοφανές λάθος της, δεν γινόταν πια λόγος. Άναψε τσιγάρο, έβαλε μουσική, βολεύτηκε καλύτερα, άφησε τα alarm να αναβοσβήνουν, προσπάθησε να πάρει ύφος βαριεστημένου ταξιτζή και περίμενε.
Δύο λεπτά αργότερα, η φιγούρα της ξεχώρισε μέσα από το πανικόβλητο συρφετό που ούρλιαζε, πόναγε, έβριζε, βλαστημούσε, αιμορραγούσε και καταριόταν ταυτόχρονα τους γιατρούς, την πανάθλια τύχη του και την γαμημένη κυβέρνηση.
Κουβαλούσε ένα τεράστιο κίτρινο φάκελο απ΄ όπου ξεχείλιζαν ακτινογραφίες, αξονικές τομογραφίες, χαρτιά εξετάσεων, συνταγές, γνωματεύσεις και οτιδήποτε συναφές .

Φυσικότατα ανακοίνωσε τον επόμενο προορισμό τους, «Υμηττού 107».
Το παράδοξο αποκτούσε ενδιαφέρον.
- «Από πού να πάω», την ρώτησε , προσπαθώντας να μιμηθεί τους επαγγελματίες του είδους.
Αυτή τον κοίταξε πίσω από τα μαύρα γυαλιά τόσο περιφρονητικά, που έχασε κάθε διάθεση για παραπέρα διερευνητικές ερωτήσεις. Έβαλε μπρος και ξεκίνησαν.

Στο 107 της Υμηττού, το σπίτι δίπατο, παλιό, με κλειστά παραθυρόφυλλα και σκονισμένα μπαλκόνια, ήταν μισοκρυμένο πίσω από κάτι άρρωστες και γερασμένες λεύκες.
Η συνέχεια αναμενόμενη.
Εκείνη παράτησε πάλι την τσάντα της στο κάθισμα και με τον κίτρινο φάκελο αγκαλιά, του παρήγγειλε:
«Δέκα λεπτά το πολύ», κι εξαφανίστηκε πίσω απ΄ την πόρτα που παραδόξως δεν έτριξε όταν την ξεκλείδωσε.

Τα δέκα λεπτά έγιναν τέταρτο, και το τέταρτο μισάωρο. Είχε βολευτεί στο κάθισμα με το παράθυρο ανοιχτό, κάπνιζε και λαγοκοιμόταν περιμένοντας την.
Άκουσε την πόρτα να κλείνει . Γύρισε και την είδε να κουβαλάει ένα μικρό σάκο και ένα καλαθάκι ταξιδιών για γάτες. Έβαλαν τον σάκο στο πίσω κάθισμα μαζί την ασήκωτη τσάντα κι εκείνη βολεύτηκε με το κλουβί της γάτας στην αγκαλιά της.

«Σταθμό Λαρίσης» . Αυτή την φορά η φωνή της ακούστηκε πιο ήπια, έναν τόνο κουρασμένη, μια απόχρωση πιο οικεία, πιο γλυκειά. Ίσως και να του χαμογέλασε για ένα δευτερόλεπτο.

Ήταν Τετάρτη απόγευμα. Στους δρόμους η κίνηση χαλαρή, νυσταγμένη. Όπου νάναι νύχτωνε. Έφτασαν στον σταθμό γρήγορα και σιωπηλά.
Πάρκαρε απ΄ έξω, ανέλαβε να κουβαλά το σάκο και την τσάντα της, και την ακολούθησε ως τον γκισέ των εισιτηρίων.
Το τρένο της έφευγε σε 45 λεπτά.
Έκατσαν στο καφενείο, χωρίς να το αναφέρουν καν, λες και ήταν από χρόνια μαζί και γνώριζαν ο ένας τα χούγια του άλλου.
Εκεί ήταν που έβγαλε τα γυαλιά της.
Εκεί που ήταν που από το σοκ , του κόπηκε η αναπνοή.
Είχε μόνο ένα μάτι. Στην θέση του άλλου , μια πληγή που ανάρρωνε από επίπονες εγχειρήσεις.
Κι όμως αυτό το πλάσμα που καθόταν απέναντι του ήταν μια επικίνδυνη, γοητευτική θηλυκιά μάγισσα.

Έμεινε να την κοιτάζει άφωνος, μαρμαρωμένος.
Το γκαρσόνι έφερε τους ελληνικούς.
Τους πλήρωσε αυτή.
Και τότε πρόσεξε για πρώτη φορά τα χέρια της. Μικροσκοπικά , με δάχτυλα διάφανα, με νύχια στο χρώμα του μαργαριταριού, με αρθρώσεις τορνευτές , με κινήσεις αέρινες. Χέρια χορεύτριας, χέρια πάθους.
Με την πρώτη γουλιά καφέ, σαν του λύθηκε η γλώσσα από μόνη της κι άκουσε τον εαυτό του να λέει :
- «Μου φαίνεται ότι όλη αυτή η διαδρομή ήταν μια παρεξήγηση. Δεν είμαι.....»
Τον έκοψε απότομα.
- «Κανένα λάθος. Ήταν ο μόνος τρόπος να τα προλάβω όλα.
Το’ χασα» , κι έδειξε την πληγή που τώρα έκλεινε, «σε μια μονομαχία . Με τον εραστή μου, τον θάνατο. Και τώρα φεύγω. Είπαν πως χρειάζομαι αλλαγή περιβάλλοντος. Οι απανωτές απώλειες καθυστερούν την ανάρρωση. Έτσι είπαν. Πρέπει να βοηθήσω τον εαυτό μου. Πάω σε κάτι φίλους στην Καβάλα. Ένας γιατρός μου συνέστησε να χάσω τις μνήμες μου. Έχουν ένα σπίτι κάτω στο λιμάνι, με πορτοπαράθυρα στην θάλασσα . Ύστερα θέλουν να ξανάρθω . Να ελέγξουν την πρόοδο μου. Να μετρήσουν τα ζωντανά μου κύτταρα. Μήπως αυξήθηκαν. Να με ρωτήσουν μήπως ξέχασα αυτά που πρέπει να θυμάμαι. Μια μονομαχία έχασα μόνο. Αυτοί δεν το ξέρουν, όμως ο πόλεμος συνεχίζεται.
Όσο για το λάθος , μπα δεν το νομίζω.
Για να κάνεις κάτι στραβό, πρέπει να ξέρεις και πως γίνεται και στα ίσια του.»
Η αναγγελία της αμαξοστοιχίας της, έβαλε την τελεία στα λόγια της.
Σηκώθηκε, του έδωσε το κλουβί με την γάτα που τόση ώρα κρατούσε στην αγκαλιά της, μάζεψε τον σάκο και την τσάντα της , ξανάβαλε τα γυαλιά της και κατευθύνθηκε προς την αποβάθρα.
Λίγο πριν την χάσει από τα μάτια του , γύρισε και του φώναξε:
«Την λένε Ευριδίκη, είναι κουφή λόγω ηλικίας και απεχθάνεται την μοναξιά.»
Κι ύστερα μπερδεύτηκε με τον κόσμο που στριμωχνόταν για ν΄ ανέβει στο τρένο.
Οι πόρτες έκλεισαν, ο σταθμάρχης σήκωσε το χέρι, ακούστηκε το σφύριγμα της αναχώρησης , το τρίξιμο από τις ράγες, τα νυχτερινά φώτα του σταθμού άναψαν, το τρένο άρχισε να κινείται σιγά-σιγά και η Ευρυδίκη μαύρη και γριά νιαούρισε γκρινιάρικα στην αγκαλιά του.


Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου του φιγουράριζε μια κλήση. Ούτε καν που την μάζεψε. Έκανε μια κάποια ψύχρα. Κούμπωσε το σακάκι του μέχρι πάνω, βόλεψε την Ευριδίκη στο διπλανό κάθισμα; και ξεκίνησε.
Υπολόγιζε ότι η βενζίνη θα του έφθανε μέχρι την Λαμία. Εκεί θα έτρωγε κάτι, θα γέμιζε το ρεζερβουάρ, να ταίσει και την Ευριδίκη, και να μην ξεχάσει να πάρει και τσιγάρα.

Ο ήχος από το κινητό τον ξάφνιασε.
«Α, όχι, όχι δεν θα είμαι και πολύ πρωί αύριο στο γραφείο. Μάλλον δεν θα είμαι καθόλου στο γραφείο από αύριο.»

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
Γυρίζει και βλέπει δίπλα του την Ευριδίκη. Το φανάρι γίνεται πράσινο. Η νύχτα μόλις ξεκινά. Η Ευριδίκη μουρμουρίζει νανουρισμένη από το τράνταγμα. Και η ζωή είναι εκεί έξω και τον περιμένει.

ΤΕΛΟΣ.
Τίτλοι Τέλους.

Κυριακή 13 Μαΐου 2007

Προυστ και άλλες συναφείς μαλακίες

H απόλυτη ευτυχία για εσάς είναι:
Δεν την έχω προσδιορίσει ακόμα. Μια που ως ξανθιά ο όρος ευτυχίa μου είναι άγνωστος.

Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
Η κατάρα του να πρέπει να δουλέψω. Αρε πατέρα, γιατί;


Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια.
Xαζογελάω συχνά. Ξανθιά γαρ!

Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;
Η χαζομάρα.

Το βασικό σας ελάττωμα;
Τεμπελιά.

Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;
Σε όλα.

Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Μαίριλιν.

Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;
Εκείνοι που επιβιώνουν με αξιοπρέπεια. Α και ο Γκουσγκούνης!

Το αγαπημένος σας ταξίδι;
εν το έχω κάνει ακόμα. Αλλά ξέρω τον προορισμό. Capo Verde.

Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Zαν Κλωντ Ιζζο.

Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Να έχει αρχίδια χωρίς να τα επιδεικνύει.

…και σε μια γυναίκα;
Να είναι πρόστυχη χωρίς να το δείχνει.

Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Οποιος έγραψε και γράφει καλή τζαζ.

Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας μπάνιο.
Είμαι τόσο φάλτσα, που δεν τολμώ ούτε να ψιθυρίσω.

Το βιβλίο που σας σημάδεψε.
Αναφορά στον Γκρέκο.

Η ταινία που σας σημάδεψε;
Mullholland Drive. 3-Iron. Σταυρωμένοι εραστές.

Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Lucien Freud.

Το αγαπημένο σας χρώμα;
Kίτρινο.

Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Ακόμα επιβιώνω και αυτοσαρκάζομαι.

Το αγαπημένο σας ποτό;
Αbsolut με λεμονάδα σε χαμηλό ποτήρι.

Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Οταν δεν έχω προλάβει να πω σε κάποιον σ’ αγαπώ.

Τι απεχθάνεστε περισσότερο από όλα;
Να κάνω πράγματα που απεχθάνομαι από ανάγκη επιβίωσης.

Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Να ονειροπολώ με τα μάτια ανοιχτά.

Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Ο πονος.

Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
Οταν πρέπει.

Ποιά είναι τα μότο σας;
Αύριο είναι μια άλλη μέρα, αλλά τον κόσμο τον θέλω τώρα.

Πως θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Χωρίς πόνο και αγωνία.

Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
Δεν θα τον αναγνώριζα έτσι κι αλλιώς.

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Τρία πουλάκια κάθονταν και μια ξανθιά επεριπάτει.


ΥΣ: Μόνο και μόνο γιατί μου το ζήτησαν η Adomiel, o Hracker, o Caesar, ο Γεράσιμος και ο Ηλιας Δημόπουλος. Αντε να δούμε τι θα καταλάβετε!!!!

Πέμπτη 10 Μαΐου 2007

"Λάθος απάντηση μωρό μου!"



- «Θέλω να με παντρευτείς».

Το στιλέτο πέρασε χιλιοστά δίπλα από το αριστερό της μάγουλο για να καρφωθεί στην ξύλινη πόρτα πίσω της.
Την κοίταξε έκπληκτος και θυμωμένος. Του χάλαγε την αυτοσυγκέντρωση με την στριγκή , διαπεραστική φωνή της. Την έβλεπε να ισορροπεί στο ένα της πόδι , ακουμπώντας ελαφρά στην παλιά , γεμάτη σκλήθρες , ξύλινη πόρτα που είχαν κρεμάσει από το ταβάνι.
Τον παρατηρούσε ατάραχη. Μ΄ ένα άτονο , κουρασμένο βλέμμα.

- «Δεν είναι ώρα για τέτοιες κουβέντες κούκλα μου. Έχουμε προπόνηση. Γι αυτό στήσου και σκάσε.»

Έκλεισε το δεξί του μάτι , πήρε ένα δεύτερο στιλέτο από τον πάγκο δίπλα του και σημάδεψε λίγο πάνω από τον δεξί της ώμο.
Ζύγισε το στιλέτο στο αριστερό του χέρι κι ετοιμάστηκε.

- «Θέλω να με παντρευτείς».

Αυτή την φορά το στιλέτο χτύπησε στο μεταλλικό πόμολο της πόρτας κι έπεσε κάτω με θόρυβο.
Το ύφος ήταν το ίδιο. Μια κουρασμένη , ανέκφραστη μάσκα το πρόσωπό της. Τα μάτια της άδεια, άχρωμα, αγέλαστα, νερένια.
Μόνο μία τούφα κόκκινα μαλλιά ξέφευγε , και καθώς έπεφτε στο μέτωπο της έδινε φωτιά στα πανιασμένα χείλη της.

- «Επιτέλους , βγάλε τον σκασμό. Ειδικά όταν σε σημαδεύω. Αυτό τουλάχιστον μπορείς να το καταλάβεις. Έτσι δεν είναι;

Άναψε τσιγάρο , σκαρφάλωσε στην ξύλινη σκάλα που βρισκόταν στην μέση του χώρου , έσφιξε την ζώνη στην μέση της και σταύρωσε τα πόδια της.

- «Περιμένω την απάντηση σου».
- «Το βράδυ έχουμε παράσταση. Δεν περισσεύει χρόνος για συζητήσεις. Κατέβα από κει , και στήσου στην πόρτα, που να με πάρει ο διάολος.Βαρέθηκα τις γκρίνιες και τις παράλογες υστερίες σου. Έχεις την καταραμένη συνήθεια να διαλέγεις μόνιμα λάθος ώρα.»

Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Ολα του έφταιγαν τώρα. Το παλιό μηχανουργείο που έκαναν την προπόνηση , η σκόνη που υπήρχε παντού και σέρνονταν σαν το φίδι, έτοιμη να καταπιεί τα πάντα. Οι φεγγίτες που δεν άφηναν το φως να μπει μέσα. Τα σπασμένα τζάμια, στόματα που έχασκαν και έφτυναν το κρύο......... Ολα του έφταιγαν.
Παρόλο που ήταν μεσημέρι , επικρατούσε ένα ημίφως που δεν τον άφηνε να διακρίνει και πολύ καλά το περίγραμμα των αντικειμένων γύρω του.
Εκείνη, ανεβασμένη στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας, εξακολουθούσε να τον κοιτάζει, χωρίς ν΄ αλλάζει το ύφος της.

- «Δεν πρόκειται να κάνουμε ολόκληρη κουβέντα. Απλά θα μου δώσεις μια απάντηση. Μονολεκτική».

Έστρωσε τα μαλλιά της, έγλυψε τα χείλη της , άλλαξε θέση στο σώμα της- έγειρε λίγο προς τα μπρος- και περίμενε.

- «Μετά την παράσταση , κούκλα μου θα σου ΄δώσω όποια απάντηση θέλεις. Κατέβα, όμως τώρα κάτω από αυτήν την σκάλα, και κόψε
αυτές τις γελοίες θεατρικές πόζες σου. Τώρα.»

Άρχισε να κάνει βόλτες πάνω - κάτω , με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του παντελονιού του. Σκόνταφτε πάνω στ’ άδεια τενεκαδάκια της μπύρας, στα σκουριασμένα μέλη από εργαλεία, στα σκουπίδια, στις παλιές εφημερίδες.
Ο αέρας που έμπαινε από τους φεγγίτες έκανε τα την σκόνη να ταξιδεύει , να χορεύει, να αιωρείται, να χώνεται στην μύτη του, στα ρουθούνια του , στα μάτια του. Νευρίαζε, κλότσαγε ότι έβρισκε μπροστά του , κι οι ήχοι έμοιαζαν παράταιρη, εκκωφαντικοί.
Προσπάθησε για άλλη μια φορά.

- «Έλα κούκλα μου. Έλα να τελειώνουμε με την εξάσκηση. Τα δάχτυλα μου έχουν ήδη αρχίσει και κρυώνουν. Σε λίγο θα παγώσουν εντελώς, και δεν θα μπορώ να πιάσω ούτε τις λαβές πια. Κατέβα, γαμώτο μου.»

Εκείνη φορούσε το κόκκινο στενό φουστάνι της παράστασης. Στην μέση τόσφιγγε με μια μαύρη δερμάτινη ζώνη. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα από μια φαρδιά μαύρη κορδέλα , απ’ όπου ξέφευγε που και που καμιά τούφα.
Αυτός έστριψε ένα ακόμα τσιγάρο, κι άρχισε να καπνίζει φτύνοντας το ταμπάκο μέσα από τα δόντια του.
Γύρισε το διακόπτη από τα φώτα. Μια λάμπα τρεμόπαιξε για δευτερόλεπτα κι ύστερα κάηκε. Οι σκιές είχαν αρχίσει να σηκώνονται και να κινούνται περίεργα πάνω στους άδειους πάγκους εργασίας. Ξεχασμένα , βρώμικα στουπιά, σπασμένες μέγγενες, στραβωμένες βίδες ανάμεσα σε άδεια πακέτα από έτοιμο φαγητό και άπειρα αποτσίγαρα.
- «Χάνουμε το φως , κατέβα. Τώρα.»

Μια αράχνη που κατέβαινε από το ταβάνι ισορροπώντας μόνο στον ιστό που έβγαζε από το στόμα της , κρεμόταν πάνω από την σκάλα.
Σηκώθηκε όρθια στο σκαλοπάτι, καθρεφτίστηκε παραμορφωμένη και πολλαπλή στα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη που βρίσκονταν σκόρπια στα πόδια της σκάλας, έφτυσε την τσίχλα που μάσαγε από ώρα και για πρώτη φορά του χαμογέλασε.
Ενα χαμόγελο της βαριεστιμάρας. Της αρρωστημένης συνήθειας που ενώ ξέρεις ότι σε βλάφτει , δεν θέλεις να την κόψεις. Το χαμόγελο του «σε ξέρω καλά ρε πούστη μου» . Το χαμόγελο των άδειων ματιών. Η φωνή της αντήχησε ακόμα πιο στριγκή, πιο φαρμακερή.

- «Βαρέθηκα να με σέρνεις από πανηγύρι σε πανηγύρι. Θέλω να με παντρευτείς σήμερα.»

Έφτιαξε την ραφή από το μαύρο της καλτσόν και ξανακάθισε. Στα χέρια της κρατούσε το στιλέτο με την λαβή από ελεφαντόδοντο. Είχε πάνω του σκαλισμένο ένα δράκο με διχαλωτή γλώσσα οχιάς.

Τα ρούχα του , κάποτε ήταν άσπρα, τώρα ξεχώριζες σκούρους λεκέδες παντού. Στάμπες από σκόνη στους αγκώνες και στα γόνατα. Σημάδια του ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες. Το αριστερό του μανίκι έχασκε σκισμένο ψηλά στον ώμο και πάνω από το αριστερό του μαύριζε ξεραμένο αίμα. Από τους κροτάφους του έσταζε κόμπους-κόμπους ο ιδρώτας.
Έσβησε το τσιγάρο με την άκρη της μπότας του.
Σκοτείνιαζε γρήγορα. Από μακριά ακούγονταν οι ήχοι της πόλης που γύριζε σπίτι της. Αυτοκίνητα που βιάζονταν να περάσουν το φανάρι. Κόρνες . Απότομα φρεναρίσματα. Ραδιόφωνα που έλεγαν τον καιρό. Βήματα βιαστικά. Πόρτες που άνοιγαν και έκλειναν με θυμό.
Κι εκείνος που βημάτιζε ασταμάτητα πάνω-κάτω . Έπαιρνε βαθιές αναπνοές, έσπρωχνε τον θυμό του βαθιά στο στέρνο του και ξεφύσαγε με θόρυβο. Οι βρισιές σταματούσαν μισοειπωμένες στην άκρη της γλώσσας τους. Δίσταζαν λίγο, δοκίμαζαν να βγουν έξω, κι ύστερα κατρακυλούσαν με θόρυβο στο λαρύγγι του. Μέσα από τα δόντια ακούγονταν ακατάληπτες λέξεις.
Ένιωθε το μυαλό του έτοιμο να εκραγεί. Τα μάτια του έτσουζαν.
Έσφιξε το στιλέτο στο αριστερό του χέρι μέχρι που άσπρισαν οι αρθρώσεις του.
Κάποια περαστικά φώτα φώτισαν για λίγο το μηχανουργείο.
Ο ήχος της μηχανής όρμισε μέσα στο χώρο κι ύστερα άρχισε ν’ απομακρύνεται.
Ενα τηλέφωνο που χτυπούσε στο βάθος, έμενε χωρίς απάντηση.

- «Νομίζω ότι δεν θάχει παράσταση απόψε.»

Η φωνή της το ίδιο στριγκή και παράταιρη.
Σταύρωσε τα πόδια της προκλητικά.
Η μοναδική λάμπα που άναβε , κουνήθηκε επικίνδυνα από μια ριπή αέρα , τρεμόπαιξε και κάηκε κι αυτή.

Κλώτσησε δυνατά την σκάλα , που ταλαντεύτηκε για λίγο κι ύστερα σωριάστηκε κάτω και διαλύθηκε με θόρυβο.
Η απάντηση της ήρθε πίσω την πλάτη του .

- «Άργησες αγάπη μου. Τ ’ ανακλαστικά σου έχουν αρχίσει και σε προδίδουν. Καιρός να πάρεις σύνταξη.» Του ψιθύρισε στ' αυτί.

Το γέλιο της, κοφτό αγχωτικό.
Η μύτη από το τακούνι της τον βρήκε ψηλά στο στομάχι. Ο πόνος του έκοψε την αναπνοή. Διπλώθηκε στα δύο. Η ζώνη της , τώρα του έσφιγγε το λαιμό. Με το ένα της χέρι τον κρατούσε από τα μαλλιά. Ενώ το γόνατο της του πίεζε το στήθος.
Η αντίδραση του ήταν άμεση. Άφησε τον θυμό του ελεύθερο.

- «Η παράσταση τώρα αρχίζει, κούκλα μου.» Της φώναξε μέσα στα μούτρα.

Με το στιλέτο της έκοψε την τούφα από τα μαλλιά που κρεμόταν μπροστά του . Το σφίξιμο της χαλάρωσε . Σηκώθηκε από πάνω του , τίναξε την σκόνη, σκαρφάλωσε στον πάγκο και άναψε τσιγάρο.

- «Θέλω να με παντρευτείς».

Τα περαστικά φώτα φώτισαν την ουλή ψηλά στο αριστερό του μάγουλο. Το στιλέτο πέρασε ξυστά από τον δεξί της γοφό. Το καλτσόν σκίστηκε με θόρυβο.
Εκείνη , έβγαλε τις γόβες, κατέβασε το σκισμένο καλτσόν και το πέταξε σ’ ένα μικρό σωρό από σκουπίδια που στροβιλιζόταν και ταξίδευε στο μωσαϊκό. Αγκάλιασε τα γόνατα της και του χαμογέλασε κουρασμένα.

- «Μην γίνεσαι ανυπόφορος, μωρό μου.»
Ενα τηλέφωνο που καλούσε ασταμάτητα , άκουγε στο βάθος του μυαλού του. Μια μέγγενη του έσφιγγε το στομάχι. Τα φώτα των αυτοκινήτων είχαν πυκνώσει. Από τους φεγγίτες ορμούσαν αστραφτερές δέσμες φωτός. Η σκόνη μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε πεταλούδα ερωτευμένη με το φως.
Τώρα πια δεν την έβλεπε. Μάντευε την παρουσία της από τις μυρωδιές της.

- «Όχι».

Η ίδια του η φωνή τον ξάφνιασε. Ακούστηκε φάλτσα και ξένη. Δεν ήξερε αν πραγματικά ήθελε να μιλήσει ή να σωπάσει. Τα δάχτυλα του είχαν παγώσει πια. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώνει αυτή η γελοία ιστορία.
Το στιλέτο με τον σκαλισμένο δράκο τον βρήκε χαμηλά στην κοιλιά. Κάπου ανάμεσα από τα πόδια του. Στα αχαμνά.
Ξαπλώθηκε ξέπνοος, γεμίζοντας τον χώρο ανάμεσα στα υπολείμματα της σκάλας και στα πόδια του πάγκου. Στο χέρι του κρατούσε ακόμα την τούφα από τα μαλλιά της. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα. Ο κόσμος του πλημμύρισε με κόκκινα φώτα ομίχλης.

Εκείνη φόρεσε τις γόβες της , έσφιξε ξανά την ζώνη στην μέση της, έστρωσε την κορδέλα στα μαλλιά της, και κατέβηκε από τον πάγκο.
Κάρφωσε τα υπόλοιπα στιλέτα στην ξεπατωμένη πόρτα της προπόνησης και περνώντας από πάνω του , προχώρησε προς την συρταρωτή σιδερένια πόρτα του μηχανουργείου.
Η νύχτα είχε προχωρήσει. Τα φώτα στο δρόμο είχαν ανάψει. Η πόλη μόλις τώρα άρχιζε να αναπνέει πιο ελεύθερα.
Ενα τηλέφωνο που χτυπούσε ακουγόταν στο βάθος του μυαλού της.
Η πόρτα έτριξε καθώς την τράβαγε για να ανοίξει. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε προς το μέρος του. Ο ήχος μια νταλίκας όρμησε να την τυλίξει. Η κόκκινη κηλίδα απλωνόταν γρήγορα πάνω του.
- «Λάθος απάντηση , μωρό μου».

Παρασκευή 4 Μαΐου 2007

Απουσία


Ο πατέρας μου πέθανε μετά από μακροχρόνια αρρώστια στις 30 Οκτωβρίου του 2000. Στο γύρισμα της χιλιετίας. Ηταν 64. Η πρώτη μου σκέψη ήταν επιτέλους, θα ησυχάσουμε κι εμείς κι αυτός.

Στην κηδεία δεν έκλαψα. Ούτε στα σαράντα. Νομίζω ότι τι κλάμα ερχόνταν κι έφευγε για άσχετα πράγματα.

Δύο χρόνια αργότερα έβγαινα από μια ακόμη καταστροφική σχέση και ως γνωστόν η απελπισία είναι ο καλύτερος φίλος της δημιουργικότητας, έτσι ενώ άρχισα να γράφω κάτι για να ξορκίσω την σκιά του Γ. , μου βγήκε κάτι άλλο!


Missing you


Εφυγες και μας άφησες ν’ απολαμβάνουμε ήλιους ανελέητους,
μέρες ανήμερες,
νύχτες άχρωμες.
Εφυγες και μας καταράστηκες να βυθιζόμαστε σε σιροπιαστές αναμνήσεις,
σε γεύσεις πικρής σοκολάτας,
σε κυριακάτικες βόλτες με σοσόνια.
Εγκαταλείποντας και καταλείποντας,
απών, παρών,
αδιάστατος και αδιάσταλτος.
Ούτε εφιάλτης, ούτε πανόραμα,
ούτε ζωή, ούτε καταδίκη,
ούτε ουσία, ούτε παρουσία.
Εφυγες για να μην ξαναρωτήσεις.
Δεν ήταν νωρίς, δεν ήταν πολύ αργά.
Ηταν απλώς η πιο κατάλληλη στιγμή.
Εφυγες στο γύρισμα ενός αιώνα,
κι απέμεινα εγώ ο μόνος επιζών, να θυμώνω έναν αθέατο θυμό,
να βιώνω βίους αβίωτους αμαρτωλών.
Εκλιπαρώντας και ρωτώντας.
Ερωτας ή πατέρας;
ΥΣ: Εστω και αργοπορημένα , μπαμπά καλό ταξίδι!

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ


«Πονάω», ούρλιαξε.
Έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη του και τα κατέβασε μέχρι την μέση, το αίμα πλημμύρισε τα χέρια της, έτρεχε σε αυλάκια στους καρπούς της και πάνω στα σεντόνια.
Σχημάτιζε ρυάκια που κατέβαιναν στα πλευρά του, χαμηλά στην κοιλιά του .
Προχωρούσαν στα πόδια του, στις πατούσες του, κατέβαιναν από τις κόχες του κρεβατιού και πλημμύριζαν τα πλακάκια.


«Πονάω».
Λύσσαγε κι έχωνε πιο βαθιά τα νύχια της στα σκαμμένα μέρη της πλάτης του και το αίμα ξεπηδούσε και την πιτσίλαγε στο πρόσωπο, στο λαιμό, παντού.
Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της , μάζεψε τα χέρια της γύρω από τα πόδια της, κουλουριάστηκε, έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατα και η φωνή της ακούστηκε σαν ηχώ από βαθύ τούνελ.

«Πονάω» ........
Κάθε τόσο το σώμα της συντάραζε ένας βουβός σπασμός που άρχιζε από την ρίζα του αυχένα της και κατέβαινε.
Ολοένα και περισσότερο μαζεύοταν και κουλουριαζόταν στην θέση του εμβρύου.
Ένιωθε τα σωθικά της να ξεσκίζονται από έναν κοφτερό πόνο.
Στην μύτη της είχε την μυρωδιά από τον ιδρώτα της, που κύλαγε ανακατεμένη με την ξινίλα του εμετού που καραδοκούσε στο λαιμό της.

Το αίμα απλωνόταν παντού .
Εισχωρούσε σε κάθε χαραμάδα που συναντούσε, το ρουφούσε το στρώμα και τα μαξιλάρια, γλιστρούσε απαλά στις γωνίες και προχωρούσε στο διάδρομο.

Αναδεύτηκε, μισοσηκώθηκε και κοίταξε προς το μέρος της.
Το πρόσωπο του αδιάφορο, άγραφη μάσκα.
Της γύρισε την πλάτη και σηκώθηκε από το κρεβάτι .
Από πάνω του στράγγιζαν κάποιες τελευταίες σταγόνες.
Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα χείλη του, έφτυσε τα φλέματα που του έφραζαν το λαιμό στο πάτωμα και περπατώντας ξυπόλητος στα πλημμυρισμένα πλακάκια, βγήκε από το δωμάτιο.


Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, ο ήλιος ξέραινε τα πάντα.
Το φως του , εκτυφλωτικό, έπεφτε σε δέσμες πάνω στα ρυάκια του αίματος και τα στράγγιζε από την υγρασία τους. Άλλαζε την μυρωδιά τους.
Ο αέρας που κουνούσε τις κουρτίνες έφερνε όλη την σκόνη του δρόμου μέσα. Ανακατεύοταν και γινόταν μια περίεργη λάσπη.



«Πονάω».
Οι στριγκλιές της έφταναν στο δρόμο κάτω, και τρόμαζαν τα μικρά παιδιά που έπαιζαν στην απέναντι παιδική χαρά.
Ο παπαγάλος του διπλανού διαμερίσματος αλαφιαζόταν και χτύπαγε το κεφάλι του στα κάγκελα του κλουβιού του για να βγει έξω.

Ο πόνος είχε ανέβει στο στήθος της και της εμπόδιζε την αναπνοή.
Ο αέρας που είχε εγκλωβίσει ανάμεσα στα γόνατα της είχε αρχίσει να τελειώνει.
Τα ρίγη διαπερνούσαν την σπονδυλική της στήλη και κατέβαιναν μέχρι τις άκρες από τα δάχτυλα των ποδιών της .
Το στόμα της ξερό, η ανάσα της δηλητηριασμένη, το σάλιο της γεμάτο θρυψαλισμένα κομμάτια από σπασμένα δόντια.
Το ρυάκι είχε περάσει από το διάδρομο και έφευγε από το σιφόνι του μπάνιου.


Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του μπάνιου, τα μάτια του είχαν μια περίεργη γυαλάδα, τα μαλλιά του είχαν αρχίσει ν΄ ασπρίζουν στους κροτάφους.

Έκανε αφρό, άνοιξε την βρύση του νιπτήρα κι έριξε νερό στο πρόσωπό του .
Σε κάθε του κίνηση, η πλάτη του αιμορραγούσε και σταγόνες αίμα έσταζαν στα πλακάκια του μπάνιου.
Έξω συννέφιασε ξαφνικά, μέσα στα δωμάτια τα πάντα θάμπωσαν.
Μια ξαφνική ριπή αέρα τρύπωσε από τις χαραμάδες και σάρωσε την σκόνη που αιωρούνταν ακίνητη.
Είχε τελειώσει το ξύρισμά του, σκουπίστηκε και σέρνοντας βαριεστημένα τα βήματά του έκατσε στην κουζίνα.
Απ΄ όπου περνούσε σχηματίζονταν αιμάτινες κλωστίτσες που τον ακολουθούσαν.

Από το δωμάτιο ακουγόταν ένας μονότονος θόρυβος, ένα περίεργο γρύλισμα, ανάκατο με γκρίνια μωρού.
Το σώμα της κουβαριασμένο στην μέση του κρεβατιού, ένας σωρός από παράταιρα συναρμολογημένα κόκαλα.
Ταλαντεύοταν ρυθμικά μπρος-πίσω, μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια.
Από πάνω της έσταζαν σταγόνες ιδρώτα, ανάκατες με ξεραμένα αίματα και μύξες.


Η καλοκαιρινή καταιγίδα πλησίαζε .
Ο αέρας όρμαγε μέσα στο δωμάτιο ξεσηκώνοντας τις κουρτίνες και δημιουργώντας μικρές δίνες από χώματα στο πάτωμα, παρασέρνοντας ξεραμένα φύλλα και νεκρά έντομα μέσα.
Η ατμόσφαιρα μύριζε βροχή και κρέατα σε αποσύνθεση.


«Πονάω».
Η κραυγή της ξεχύθηκε από έναν λάρυγγα γεμάτο φλέματα, ακουγόταν σαν να έβγαινε από βαθιά μέσα της, από μια κοιλιά με έντερα που γουργούριζαν με απελπισία.
Ο ήχος απλώθηκε παντού, ακολούθησε την μυρωδιά του αίματος και έφτασε στ΄ αυτιά του.
Έκανε μια κίνηση, σαν νάδιωχνε κάποια ενοχλητική μύγα που σβούριζε γύρω του, προσπαθώντας ν΄ αποφύγει το κρεσέντο της φωνής της που του τριβέλιζε το μυαλό.
Με μια κίνηση του χεριού του άδειασε το τραπέζι της κουζίνας απ΄ ότι υπήρχε.
Ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι κι έκρυψε το πρόσωπο του μέσα τους.


Η καταιγίδα είχε ξεσπάσει .

Τα ρολά χτυπούσαν από τον αέρα, τα τζάμια έτριζαν, ο παπαγάλος του διπλανού διαμερίσματος είχε λουφάξει σε μια γωνιά του κλουβιού του και κρόαζε σπαρακτικά.
Ένα μεταλλικό τσέρκι σκαλωμένο στα κάγκελα της βεράντας χτύπαγε με μανία, γεμίζοντας τα κενά της καταιγίδας με σιδερένιους απόηχους.
Είχε κλείσει τα μάτια του και περίμενε την επόμενη κραυγή της.
Το αίμα στην πλάτη του είχε ξεραθεί, οι πληγές δημιουργούσαν μια γεωγραφία περίεργη, μια έρημο σκαμμένη από τον λίβα.
Τα βλέφαρα του βάραιναν, ένιωθε να βυθίζεται σ΄ έναν λήθαργο γεμάτο πνιχτές κραυγές και λάσπες από πηχτά αίματα.
Βούλιαζε ολοένα και περισσότερο.
Και η κραυγή της δεν ερχόταν.

Η καταιγίδα υποχωρούσε .
Σαν μια τεράστια σκούπα να τον ρούφηξε, ο αέρας είχε αρχίσει να υποχωρεί από τα δωμάτια. Παράσερνε μαζί του σκόνες, ξεραμένα αίματα, κουφάρια από νεκρά έντομα, ξερά φύλλα, μυρωδιές , ήχους, τις κραυγές της που τώρα οι ψηλές νότες τους βρισκόταν σκορπισμένες παντού, .....
Παράσερνε αναμνήσεις, λέξεις, χειρονομίες, κομμάτια της ζωής τους ,...
σαν να ξεκαθάριζε σιγά-σιγά η ατμόσφαιρα.

Οι σκιές ξαναβρήκαν την υπόσταση τους, οι ήχοι από το δρόμο ανέβαιναν κρυστάλλινοι στο διαμέρισμα, το τσέρκι είχε παρασυρθεί μακριά και δεν χτύπαγε πια στα κάγκελα.

Το έλος που τον κρατούσε φυλακισμένο, του στερούσε την αναπνοή από τους άδηλους πόρους .
Ήξερε ότι τα μέλη του ήταν βαριά, ασήκωτα, ένιωθε την μέση του κομμένη στα δύο, το δέρμα της πλάτης του σε κομμάτια που ξέφτιζαν το ένα μετά το άλλο.


«Πονάω».
Αυτήν την φορά ήταν ένας ψίθυρος που σύρθηκε από το βάθος του σώματος της, και ίσα-ίσα που ακούστηκε.

Σηκώθηκε από την καρέκλα του, παντού κυριαρχούσαν οι σκιές του απομεσήμερου. Δεν φύσαγε πια καθόλου. Αφουγκράστηκε την ανάσα της, υποτονική, εξασθενημένη.
Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι.
Στην αρχή κοίταξε τα χέρια της , αλλά δεν τον τρόμαξαν.
Τα νύχια της μαβιά, τα δάχτυλά της μελανιασμένα, οι καρποί της στρεβλοί.
Υστερα το βλέμμα του ανέβηκε στα μάτια της.
Ηταν κλειστά.
Μάζεψε τα μαξιλάρια από κάτω, την σκέπασε με το σεντόνι κι έγειρε τα παντζούρια.