Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007
Eις επήκοον
Η μία μετά την άλλη συσσωρεύονταν στο μυαλό μου και περίμεναν την σειρά τους, αρκετά ανυπόμονα πρέπει να ομολογήσω, για να αφομοιωθούν.
Οι απόψεις αντικρουόμενες, τα επιχειρήματα πολλά και πειστικότατα, οι συνδιαλεγόμενοι επίμονοι και αμετακίνητοι στις θέσεις τους και το θέμα εξαιρετικά φλέγον και σίγουρα αμφιλεγόμενο.
Τώρα βέβαια περιμένετε να σας αναπτύξω με σαφήνεια και ακρίβεια το τι ειπώθηκε, και φυσικά τι ακριβώς ήταν εκείνο που πυροδότησε τόσο μεγάλη και κάθετη διαφωνία μεταξύ των συνομιλούντων, εις μάτην όμως. Θα κάνω μια κίνηση εντυπωσιασμού και με χαρακτηριστική αδιαφορία για την περίεργεια που μπορεί να υποκίνησα, θα περάσω στο δια ταύτα.
Καθρεφτίζομαι στα αντανακλαστικά γυαλιά που κρατούν οι Αλλοι. Προσδιορίζω τον εαυτό μου μέσα από τις συμπεριφορές τους. Οι φόβοι μου έχουν ευθεία αναφορά στα συναισθήματά τους απενάντι μου. Η κάθαρση έρχεται όταν κοπούν οι ομφάλιοι λώροι. Ερχεται η στιγμή που ο καθρέφτης σου δείχνει ένα πρόσωπο άγνωστο κι εσύ πρέπει ή να το αποδεχτείς ή να σπάσεις το κρύσταλλο, διακινδυνεύοντας έτσι επτά χρόνια γρουσουζιά. Δεν ξέρω αν η ελευθερία μου βρίσκεται στην ανατροπή των διαμορφωμένων συνθηκών, ξέρω όμως ότι υποκύπτοντας στο Χάος, διατηρώ τις ελπίδες σωτηρίας.
Δια ταύτα, σε μία ύστατη προσπάθεια διατήρησης του αυτοσεβασμού, προχωρώ στην απόλυτη μη αποδοχή των επιβαλλόμενων όρων, προκαλώντας και προσκαλώντας έτσι τις μέγαιρες και τις ερινύες να ξεχειμωνιάσουν μαζί μου.
Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007
Της επόμενης μέρας
Ανοίγω αφηρημένα την τηλεόραση. Μια κίνηση συνήθειας.
Και ξαφνικά είναι σαν να πέφτουν οι ασφάλειες, να κόβεται το ρεύμα.
Όταν τελικά θ’ ανάψουν ξανά τα φώτα, ο μικρόκοσμος μου δέχεται επίθεση τρόμου.
Οι εικόνες που εισβάλουν από την τηλεόραση είναι απλά εικόνες που το μυαλό αρνείται να αποκωδικοποιήσει. Τίποτα δεν συμβαίνει. Είναι όλοι τους υπερβολικοί. Αλλάζω κανάλι. Λέω θα τελειώσουν οι ειδήσεις και τα πάντα θα ξαναβρούν τους φυσιολογικούς τους ρυθμούς. Πάω στην κουζίνα φτιάχνω καφέ. Γυρνάω στο σαλόνι. Οι φωτιές συνεχίζονται. Ο φόβος, ο πανικός, η απόλυτη παραφροσύνη κατοικοεδρεύουν στο σπίτι μου. Αμηχανία. Ύστερα τα τηλέφωνηματα, τα μηνύματα. Να μοιραστείς τις απορίες με τον υπόλοιπο κόσμο, να νιώσεις την απατηλή ασφάλεια ότι δεν είσαι μόνος, ότι υπάρχουν κι άλλοι που βλέπουν αυτό που βλέπεις κι εσύ.
Κι ύστερα πάλι οι εικόνες της απόλυτης καταστροφής, ξανά και ξανά και ξανά.
Σκέφτομαι ότι πρέπει να ποτίσω τα φυτά στο μπαλκόνι, να πάω στο σούπερ μάρκετ, να συνεχίσω την ζωή μου όπως πριν από μερικές ώρες.
Ο εκφωνητής λέει «από αύριο το πρωί, τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο στον κόσμο μας», οι γάτες μιμούμενες τον εκνευρισμό μου μπαινοβγαίνουν ανήσυχες και γκρινιάζουν μπροστά στο ψυγείο.
Στον καναπέ μου έχει θρονιαστεί το σοκ. Η τηλεόραση μου μεταδίδει ζωντανά την ιστορία μιας χώρας που συμπεριλαμβάνει κι εμένα στους κόλπους της, η φωνή μου μιλάει στο τηλέφωνο και προσπαθεί να εξηγήσει, κι όμως ακόμα η καρδιά μου δεν έχει παγώσει. Η νεκρική ακαμψία δεν έχει επηρεάσει ακόμα τα μέλη μου. Πάω στο μπάνιο, κοιτάζομαι στον καθρέφτη, αναγνωρίζω το πρόσωπο μου. Σκέφτομαι να κάνω ένα μπάνιο, να ηρεμήσω. Αφήνω το νερό να τρέξει, γυρίζω στο σαλόνι, ανεβάζω την ένταση έτσι ώστε να μπορώ να ακούω τους ήχους της καταστροφής ακόμα και κάτω από το ντους.
Αμα προσπαθήσω πάρα πολύ, λες όλα να επιστρέψουν στην προηγούμενη κατάσταση αδράνειας ;
Οι ώρες περνούν. Το κρύωμα των τελευταίων ημερών εξακολουθεί και με ταλαιπωρεί. Βρίσκομαι συνέχεια με ένα χαρτομάντηλο στο χέρι. Τα μάτια τρέχουν, κι αναρωτιέμαι αν είναι δάκρυα ή μια αλλεργία σ' ένα απάνθρωπο κόσμο. Η Λίνα μού είπε ότι έχω βραχνιάσει εξαιρετικά. Μήπως πρέπει να πάω στο γιατρό ;
Η επόμενη μέρα είναι ακόμα εδώ. Βάζω ένα ποτό. Το αλκοόλ μπορεί να με χαλαρώσει. Ανάβω τσιγάρο. Δεν έχω γεύση του καπνού. Δεν έχω αίσθηση των γεγονότων, της πραγματικότητας, του τι θα γίνει αύριο.
Νύσταζω. Αφήνω την τηλεόραση να παίζει, πάω για ύπνο. Λίγο πριν βυθιστώ στην προσωρινή λήθη, αρχίζω και φοβάμαι. Φοβάμαι που είμαι μόνη μου μέσα στο σπίτι. Μόνη μέσα στην πόλη. Μόνη μου μέσα σ’ έναν κόσμο που φοράει μόνο μάσκες αντισφυξιογόνες. Σκέφτομαι, θα δω ένα καλό όνειρο, θα ξορκίσω τους εφιάλτες. Θυμάμαι ότι η τηλεόραση θα παίζει όλη νύχτα. Τα πράγματα θα εξακολουθούν να εξελίσσσονται ερήμην μου όλη νύχτα.
Θα είναι πάντα νύχτα από δω και μπρος;
Ολα μαυρίζουν.
Τρίτη 28 Αυγούστου 2007
Oι μικρές ώρες
τις μεγάλες ώρες της νύχτας,
τις στιγμές που δεν με κοιτάς,
τις στιγμές που εσύ με ξεχνάς,
στις μεγάλες σιωπές της ταινίας,
στις μικρές αναπνόες μιας κηδείας,
στις χαρές που δεν ήσουν εκεί,
στις κραυγές που δεν είχαν φωνή,
μετράω αποστάσεις,
κρατάω αντιστάσεις,
δεν έχω πια ευχές,
ζω μονάχα μ’ ενοχές.
ΥΣ: Αλλον τρόπο να αντιμετωπίσω το άλγος δεν έχω. Η ποίηση πάντα με παρηγορούσε. Ακόμα κι όταν δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί.
Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007
ΠΕΝΘΟΣ
ΚΛΕΙΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΜΕ ΤΑ ΣΤΕΝΑΧΩΡΑ, ΒΑΛΑΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΕΙΠΑΜΕ ΚΟΥΡΑΓΙΟ.
ΜΠΡΑΒΟ ΜΑΣ.
ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΞΙΖΟΥΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΓΗ,
ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΞΙΖΟΥΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΖΩΗ.
ΝΑ ΦΕΥΓΟΥΜΕ ΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ. ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΩΣ ΕΙΔΟΣ, ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΔΕΙ Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΥΡΙΟ.
Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007
Λαγνεία ...... sequel
Κλέφτης εικόνων γίνεσαι , μόνο και μόνο γιατί μαγνητίζεσαι και δεν μπορείς να αποστρέψεις το βλέμμα σου.
Κοιτάς για να δεις πως κάθεται, πώς σηκώνεται, πως μαζεύει τα πόδια κοντά στον κορμό, πως λυγίζει η μέση κι έρχονται και λυγίζονται μέσα σου οι παραστάσεις της γύμνιας.
Κοιτας για να δεις.
Το δέρμα που γυαλίζει από την υγρασία, το φως που αντανακλάναται μέσα από το πράσινο του σκίνου. Και θάμπωνει η επιθυμία τις σκέψεις σου.
Σκύβεις να οσμιστείς. Να μυρίσεις κρυμμένες ανάσες και ατέρμονους πόθους, να αναπνεύσεις τον καπνό από το τσιγάρο που μόλις ξεκόλλησε από το στήθος. Και σωριάζεται ο κόσμος σου σε θρυμματισμένες στιγμές.
Στάζει πάνω σου η θάλασσα κόμπους κόμπους από μια τούφα που ξέφυγε και αιωρείται στο πέρασμα του κορμιού. Τινάζεσαι, αρπάζεσαι, ορμάς με φόρα στον πόθο που ανεξέλεγκτα οργώνει το μυαλό σου.
Είσαι εδώ, κι ομως είσαι εκεί. Στους λαγόνες, στην κοιλιά, στους ώμους, στο μελαχροινό δέρμα. Ο τρύγος και ο πόλεμος του έρωτα. Η γεύση της νίκης και της ήττας στην κρουστή σάρκα ενός σύκου που δαγκώνει το στόμα που εσύ αναζητάς απελπισμένα.
Ν’ αρπάξεις και να φύγεις.
Να πονέσεις και να σε πονέσει.
Να διεκδικήσεις και να παραδοθείς. Στον ήλιο του μεσημεριού, στην άπληστη ηδονή μιας νεότητας που ξέφυγε, στην ζωή που ακόμα δεν πρόλαβες.
Κι όπως κυλάνε οι κόκκινοι χυμοί της καλοκαιρινής ντομάτας από τα ακρόχειλα, έτσι βουτάει χαμηλά ο πόθος και σου πυρώνει τα σωθικά και σου μουδιάζει τα μέλη.
Παρακολουθείς την κίνηση του σώματος.
Βγάζεις τα μαύρα γυαλιά με τις αρμύρες από το πιτσίλισμα, βάζεις την παλάμη απέναντι από το φως, κι αρθρώνεις γράμμα γράμμα τ΄όνομα. Να γίνει λεξη με ήχο και υποσταση, να δραπετεύσει από το στόμα, να φτάσει στα φιλόξενα αυτιά, να γίνει κάλεσμα ερωτικό, απόλυτο, αμετανόητο.
Κοιτάς για δεις αν η λαγνεία σου απλώθηκε και κατέκτησε όλη την παραλία.
Διψάς για να φτάσεις και να γευτείς τους οργασμούς.
Κι ύστερα απλώνεις το χαμόγελο δειλά και λες ψιθυριστά αυτό που πάντα ούρλιαζες.
Πέμπτη 23 Αυγούστου 2007
Cache
Στην καρέκλα του οδοντίατρου, με τα μάτια θαμπωμένα από το κίτρινο φως και τα νύχια μπηγμένα στο μπράτσο, το μυαλό δραπετεύει για να ταξιδέψει σε κρυφούς έρωτες.
Εκείνους που υποβόσκουν και παραμονεύουν.
Εκείνους που είναι και δεν είναι. Που μπορούν να εξελιχθούν ή να αφήσουν την τελευταία τους ανασεμιά αδηλωτοι και αφανείς.
Eκείνους που έτσι αυθαίρετα ξεκινούν από το τίποτα κι από το πουθενά.
Από μια ιδέα, ή καλύτερα μια ιδεοληψία. Κι αν γινόταν κάτι;
Από το ίσως μιας προοπτικής τόσο αδύναμης και αχνής που καταστρέφεται στο ρεαλισμό του φωτός.
Τρέφονται με φαντασιώσεις.
Αρκούνται σε μια λανθάνουσα ματιά.
Πλέκουν σενάρια ζωής.
Γιγαντώνουν πόθους κι επιθυμίες.
Κρύβονται στις παρυφές των σκέψεων.
Μπλέκουν αισθήσεις και συναισθήσεις.
Παραμονεύουν για να ξεπεταχθούν όταν οι άμυνες χαμηλώνουν.
Τρυπώνουν σε όνειρα, φορούν τα ρούχα των άλλων και περιμένουν.
Τις τελεσίδικες αποφάσεις, τις καταδίκες και την χάρη.
Το χαμογελο του εφιάλτη ή του έρωτα;
Επιστροφή σε μια πραγματικότητα που έτσι ή αλλιώς διαθλάται και περιστρέφεται.
Ο σκηνοθέτης γυρίζει από το γενικό σε γκρο-πλαν για να πιάσει το δάκρυ που κυλά.
Πόνος, ανακούφιση ή η επόμενη μεγάλη φυγή;
Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007
Επιστροφή
Και ξαφνικά επιστρέφοντας ήρεμη και ξεκούραστη στο κλεινόν κι αγαπημένο άστυ, άκουσα τα ουρλιαχτά και τις οιμωγές και τρόμαξα.
Και ξαφνικά άφησα πίσω μου τις αστροστεφανωμένες νύχτες και τις ηδονικές μεσημεριανές αποδράσεις στους ίσκιους του σκίνου και δήλωσα παρούσα σε μια πραγματικότητα που δεν επέλεξα.
Σε όλους αυτούς που δέρνονται και ξεσκίζουν τα ιμάτια τους αφήνοντας να φανούν οι πληγές που χαίνουν πύον και χολή,
σε όλους αυτούς που ξέχασαν ότι οι σιωπές και οι απουσίες έγραψαν την ιστορία τους,
σε όλους αυτούς τους πρίγκηπες με τα γυμνά μάτια,
αφιερώνω το παρακάτω με την ευχή , είθε τα 15 λεπτά δημοσιότητας σας να σας στοιχειώνουν μια ζωή!!!
ΠΡΙΓΚΙΨ ΚΑΙ ΠΤΩΧΟΣ
Γιάννης Βαρβέρης (Από την συλλογή «Στα Ξένα»)
«Έμποροι οφειλέτες ανθρωποι υπερήμεροι
ναυτικοί της ξηράς
συνταξιούχος της θάλασσας
καλλόνες σε απαρχή κατεδάφισης
παντοδύναμοι σε φάση διαδοχής
πιστοί
πιστοί που πολύ πικραθήκατε
άνθρωποι εν γένει στα πρόθυρα
σημαίνει, σήμανε η παύση των πληρωμών
αφήστε τον σύνδικο
της πτωχεύσεως
να κάνει την δουλειά του
ακούστε στα μαλλιά σας
αυτό μου το χάδι :
Περιουσία μας είναι
Ό,τι έχουμε χάσει.»