Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007

Mε ημερομηνία λήξης


Κάτω από τις εγκλωβισμένες βρισιές,
ανάμεσα στις ώρες της έντασης και του θυμού,
ξεσκίζοντας τις φωνητικές χορδές,
πνίγεται η κραυγή της μύησης μου.

Στους διονυσιακούς ρυθμούς μιας δανεικιάς ζωής,
με το προσωπείο των ανομολόγητων πόθων
πεσμένο στη μέση του φαύλου μας κύκλου,
ξεφορτώνεσαι τις ψηφίδες της παράστασης.

Παρών στους οργασμούς που γεννούν οι στριμωγμένοι χρόνοι,
απών στην ανία της Κυριακής,
βουτάς στις αβύσσους των ψεμμάτων,
στο εσωτερικό καύκαλο της χελώνας,
κι από τους αντικατοπτρισμούς της σκηνής
βυθίζεσαι στην ιδιωτική παράνοια
του ναρκοθετημένου σου δρόμου και πάλι πίσω.

Ασύγχρονοι σε τροχιές που δεν αναμίχθηκαν ποτέ,
μόνιμα σε διαφορετικά γήπεδα ωμής βίας,
και η αναμέτρηση να μετατίθεται σε χρόνους παρατατικούς.

Δεν βρίσκεις τους τύπους των ήλων στο είδωλο μου για να λατρέψεις,
δεν βρίσκω τον επόμενο εφιάλτη που θα σε αντικαταστήσει.

Ικεσίες μου ανάστροφες,
ξορκίστε την εξάρτηση,
ευνουχίστε τον λυκάνθρωπο της σκέψης μου.
Αύριο στα νύχια του τα αίματα θα είναι ληγμένης ημερομηνίας,
όπως κι εμείς.!

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Καβγάς Σχεδίασμα 2


Δεν μπορώ να το πιστέψω.
Πού βρέθηκε τόσος θυμός μέσα της ; Πώς γίνεται να χωράει όλη αυτή η η βία μέσα στο σωματάκι της;
Είναι η Μαρία αυτή που είναι απέναντι μου;.
Η Μαρία που αγαπώ, η Μαρία που θέλω;
Γιατί με κοιτάζει τόσο ανήσυχα αυτό το γκαρσόνι;
Τι μου λες Μαράκι; Δεν σε καταλαβαίνω.

«........Θέλω να φύγω. Δεν αντέχω άλλο. Δεν σε αντέχω άλλο. Ούτε έσενα ούτε και τους βαριεστημένους σαραντάρηδες που σέρνεις για φίλους. Με πνίγεις με την ηρεμία σου, με την γαμημένη την ψυχραιμία σου. Τι κοινό έχω εγώ μαζί σου; Τι; Άννα, μ’ ακούς;...........»

Ναι σε ακούω αλλά δεν σε καταλαβαίνω. Τι μου λες; Να φύγεις, να πας που;
Γιατί με κοιτάς σαν να θέλεις να με ξεσκίσεις;
Γιατί μας κοιτάνε όλοι από τα διπλανά τραπέζια;
Γιατί δεν τρως Μαράκι;

«........Αλλά έτσι ήσουν πάντα. Απαθής. Κυρία. Μακριά από τα πράγματα. Απόυσα. Εγώ όμως είμαι εδώ και είμαι 22, και θέλω να ζήσω, θέλω να πάω διακοπές. Βαρέθηκα στην Αθήνα. Θέλω να παώ στο νησί. Με περιμένουν. Νομίζεις ότι με το να μην απαντάς θα με κάνεις να σε λυπηθώ..............»

Δεν θέλω να με λυπηθείς Μαράκι. Απλά να μην φωνάζεις. Δεν σε κρατώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε κρατήσω. Αλλωστε είναι Αύγουστος, τι να κάνεις Αύγουστο μήνα στην Αθήνα; Τι συμβαίνει; Γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω; Γιατί με πιάνει τώρα αυτός ο πανικός;

«............Ξεκόλλα πια απ’ αυτό το κωλο-νοσοκομείο. Για το μόνο που ξέρεις να μιλάς είναι γι αυτό. Δεν την μπορώ ρε Αννα αυτήν την μιζέρια.....»

Κι εγώ θέλω να ξεκολήσω Μαράκι, αλλά οι εικόνες με κυνηγούν παντού. Τα σεντόνια, οι νοσοκόμες, τα χοντρά κουρασμένα πόδια, όλα είναι εκεί και με περιμένουν. Κι αυτό το γκαρσόνι όλο το τασάκι μας αδειάζει. Γιατί καπνίζεις τόσο πολύ;

«..............Επιτέλους πες μια λέξη. Πες κάτι. Φεύγω. Εβγαλα εισιτήριο με το πλοίο για αύριο. Δεν θα κάνεις κάτι; Αννα σου μιλάω. Σου λέω ότι φεύγω κι κάθεσαι εκεί σαν Βούδας και με κοιτάς σαν να μην υπάρχω.»

Υπάρχεις Μαράκι, απλά εγώ δεν σε βλέπω πια.
Μαγική εικόνα έγινες. Κλείνω τα μάτια και βλέπω τον Μανόλη, την μάνα, εσένα.
Τ’ ανοίγω κι έχεις φύγεις.

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

Kαβγάς Σχεδίασμα 1


H Μαρία δεν μίλαγε πια, σχεδόν ούρλιαζε.
Τα βλέμματα από τα διπλανά τραπέζια, κάτι μεταξύ έντονης απορίας και ενόχλησης. Τα πιάτα ανέπαφα. Και τα ποτήρια άδεια. Και τσιγάρα. Το ένα πίσω από το άλλο. Και το γκαρσόνι να πηγαινοέρχεται, φέρνοντας καραφάκια κι αδειάζοντας τασάκια. Αύγουστος ξανά. Πάντα Αύγουστος.

Η Μαρία δεν μίλαγε, εκτόξευε κεραυνούς. Και κατηγορίες. Την μία πίσω από την άλλη. Και ήταν και οι επιθυμίες της, που δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω, να συμβιβαστούν. Ήθελε αέρα. Χώρο. Χρώματα. Να αφεθεί στο καλοκαίρι που μεσουρανούσε ερήμην της. Να πάει στο νησί της, στους Αρκιούς. Να δουλέψει στο καφενείο του θείου τους.

Η Μαρία δεν μίλαγε πια. Εκρήγνετο.
Κι απέναντι της η Αννα να βυθίζεται σε μια σιωπή φαρμάκι. Και το εστιατόριο μίκραινε, οι τοίχοι σκούραιναν, το ταβάνι κατέβαινε. Και τα ποτήρια άδεια ξανά. Και οι στάχτες σκορπισμένες παντού.

Η Μαρία δεν μίλαγε πια. Παραφερόταν.
Να φύγει. Να αφήσει πίσω της τις μιζέριες, τα μελοδράματα, τους ψυχαναγκασμούς, την μυρωδιά του νοσοκομείου. Την βαρέθηκε κι αυτή και την πολιτισμένη σχέση τους και τις ανασφάλειες, και τους πανικούς, και τους σαραντάρηδες φίλους της. Ενας γιγάντιος θυμός σε ένα μικροκαμωμένο σώμα 22 ετών.

Η Μαρία δεν μίλαγε πια.
Κι η Αννα δεν έβγαζε λέξη. Αρνιόταν πεισματικά να αντιδράσει. Να αντιπαρατεθεί με την ελευθερία, την φυγή, τα όνειρα της Μαρίας.
Ένιωθε ότι δεν χώραγε σ’ αυτόν τον καβγά. Δεν τον ήθελε αυτό τον καβγά.
Και οι σκιές του νοσοκομείου να την ακολουθούν παντού.
Οι αλλαγές της βάρδιας, τα σεντόνια που κείτονταν σε σωρούς μετά το στρώσιμο των κρεβατιών, οι στραβοπατημένες παντόφλες σε χοντρά πόδια,τα ασανσέρ που δεν έφταναν ποτέ όταν τα ήθελες, ο θόρυβος των κλιματιστικών από την απέναντι ταράτσα, το άθλιο κυλικείο.
Και τώρα μπροστά της τα πρόσωπα. Της μάνας. Του Μιχάλη. Της Μαρίας.
Και τα μεγάλα μαύρα μάτια της Μαρίας, που δεν την κοίταζαν, την ξέσκιζαν.

Η Μαρία δεν μίλαγε πια. Κάπνιζε. Και περίμενε. Την αντίδραση. Τον αντίλογο. Την ύστατη προσπάθεια της Αννας να τα ξαναβρούν.
Τα ποτήρια άδεια και πάλι. Το ίδιο και τα διπλανά τραπέζια.
Και το μυαλό της Αννας. Και η θέση της Μαρίας στο τραπέζι. Και η ζωή της από κείνη τη στιγμή και πέρα.
Η Μαρία είχε φύγει από ώρα.Ταξίδευε την επομένη για το νησί.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2007

Rolling word.....

Ωρα πρωινή. Δύσκολη. Με το αυτοκίνητο προς την δουλειά.
Δεν έχεις ακριβώς τα νεύρα σου αλλά δεν πετάς και από την χαρά σου που ακόμα είναι μεσοβδόμαδο.
Φανάρι πορτοκάλι. Κι εσύ πολύ κοντά.
Να το περάσεις ή να ξεχαστείς στην μικρή ανάπαυλα του κόκκινου;
Μια στιγμή απειροελάχιστου δισταγμού.
Αποφάσισες να περιμένεις.
Επρεπε να το είχες κάνει πολλές φορές στην ζωή σου.
Για να σκεφτείς, να προλάβεις ν’ αποκτήσεις διλήμματα, ν’ αναπνεύσεις, να σωπάσεις.
Μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ακριβώς απέναντι σου, στην πορεία του βλέμματος σου.
Απλωμένη μπουγάδα. Απλωμένες ζωές των ανθρώπων.
Κουρελούδες με ζωηρά χρώματα, πολυ έντονα. Προφανώς από κάποια υπαίθρια αγορά.
Και ρούχα. Παιδικά και ενήλικα.
Γεμίζουν το οπτικό σου πεδίο τα χρώματα.
Γεμίζει τ’ αυτιά σου η χθεσινή συζήτηση.
Επρεπε να είχες σταματήσει πριν το πεις.

Λέξη ήταν και κύλησε.
Αγνόησε τους φρουρούς, προσπέρασε τα αναχώματα, και ξεπρόβαλε στον έξω κόσμο.
Απέκτησε ειδικό βάρος, υπόσταση και προσωπικότητα.
Λέξη ήταν και χτύπησε κατευθείαν στο στόχο. Με μια αξιοθαύμαστη ακρίβεια πήγε και σφηνώθηκε στους νευρώνες του εγκεφάλου.
Και φυσικά από την στιγμή που μπήκε εκεί δεν είχε σκοπό να επιστρέψει στην προηγούμενη σκοτεινιά της νόησης.
Θα έμενε εκεί για πάντα, υπενθυμίζοντας στο νόμιμο κάτοχό της πια, την βέβηλη σκέψη εκείνου που για πρώτη φορά την γέννησε.
Λέξη ήταν και πόνεσε.
Ετσι όπως μόνον οι φίλοι ξέρουν να σε πονάνε.
Λέξη ήταν και τώρα πια δεν μπορείς να την πάρεις πίσω.
Ούτε συγνώμη να ζητήσεις.
Λέξη ήταν και κύλησε.
Μην της δίνεις σημασία, θάρθουν κι άλλες.

Το φανάρι έγινε πράσινο.
Τα τριάντα δευτερόλεπτα της ανακωχής πέρασαν.
Ξανά στον δρόμο για την δουλειά.
Νάχες μια φωτογραφική μηχανή να απαθανατίσεις το μπαλκόνι.
Πότε είναι πολύ αργά;

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007

Λίστες sequel...............


Συνεχίζοντας τις απαριθμήσεις και μεσούντος ενός καλοκαιριού που βραδυπορεί και αργοπορεί, κι επειδή οι διαδικτυακοί μου φίλοι alps και ηλίας μου υπενθυμισαν για μια ακόμα φορά ότι η ευγένεια είναι κάτι πολύ σπάνιο στις μέρες μας, τους αφιερώνω την παρακάτω λίστα.
Πράγματα που λατρεύω κυριολεκτικά στους άνδρες:

5. Η καλά κρυμμένη ευαισθησία τους. Είμαι σίγουρη ότι είναι ικανή να καλέσουν στο τραπέζι του Βαρούλκου τον οποιοδήποτε πένητα που τους συνάντησε στην γωνία και τους κοίταξε ικετευτικά με δακρυσμένα μάτια.

4. Η αφέλεια. Αυτή η παιδική ιδιότητα που διατηρούν ακέραιη κόντρα στον αδυσώπητο χρόνο και που τους δίνει την δυνατότητα να αντικρύζουν κάθε φορά την καινούργια γυναίκα στην ζωή τους με φρέσκο βλέμμα.

3. Η ανδρική αλληλεγγύη. Ο φίλος είναι πάντα φίλος, έστω κι αν είναι το ρεμάλι της εκάστοτε Φωκίωνος Νέγρη. Θα τον υπερασπιστούν μέχρις εσχάτων. Μην σας πω ότι θα του συγχωρήσουν και το γεγονός ότι τους έφαγε και την γκόμενα.

2. Ο ενθουσιασμός του πρωτάρη. Θα μπουν με τα μπούνια σε κάθε νέα τους ανακάλυψη, είτε αυτή είναι το τελευταίο gadget είτε η καινούργια ψηστέρια που λειτουργεί χωρίς κάρβουνα. Μην σας πω ότι θα διαβάσουν και όλο το manual.

1. Η πρωτόγονη υπεράσπιση του θηλυκού. Ο ιπποτισμός. Από το γεγονός ότι θεωρούν αυτονόητο να σου παραχωρήσουν την καλύτερη θέση στο παραθαλλάσιο ταβερνάκι για να βλέπεις εσύ την θάλασσα, μέχρι να την στιγμή που θα τα βάλουν με τον οποιαδήποτε που θα προσπαθήσει να σε πειράξει.




Can’t live with them, can’t live without them.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2007

Λίστες..............


Ο σινεφίλος και πολύ αγαπητός συνblogger Ηλίας Δημόπουλος ανοιξε το ζήτημα της περιβόητης λίστας το οποίο έρχομαι εγώ να προσαρμόσω στα δικά μου τελείως περίεργα γούστα και να συνεχίσω το post του είδους love to hate.
Απλά επειδή είναι καλοκαίρι κι επειδή πολύ έχω στεναχωρηθεί με τους ανεγκέφαλους κι επικίνδυνους ηλίθιους που μας περικυκλώνουν και μας αλώνουν την ζωή λέω να το κάνω πολύ ανάλαφρο και ολίγο kinky και ν' ασχοληθώ μ΄ενα φλέγον πάντα ζήτημα.
Να λοιπόν 5 πράγματα που λατρεύω να μισώ στους άνδρες :

5. Το γεγονός ότι το αυτοκίνητο είναι η προέκταση της ανδρικής τους υπόστασης. Βρε καλέ μου Βαγγέλη το Cayen που ονειρεύεσαι δεν θα σε κάνει καλύτερο εραστή. Μήπως να μάθαινες την τέχνη της λειχίας, αντί τα πόσα πιάνει την ώρα;

4. Γιατί δηλαδή θεωρείται δεδομένο ότι ο άνδρας δεν ανοίγει πόρτες, δεν τραβάει καρέκλες και δεν πληρώνει τον λογαριασμό (έστω τις πρώτες φορές). Θέλω να με περιποιούνται και να με κακομαθαίνουν. Η ισοπολιτεία για την οποία καίμε τους στηθόδεσμους δεν σηματοδοτεί τη αγένεια.

3. Η ευαισθησία και η συνειδητοποίηση της τρυφηλότητας του βίου μας δεν σημαίνει ότι πρέπει να μένουν οι ευαίσθητοι άνδρες προσκολλημένοι είτε σε πρώην , είτε σε μανούλες. Αντε βρε καρδιά μου ξεπέρασετο και το οιδοπόδειο αλλά και τον παιδικό σου ανεκπλήρωτο έρωτα, μπας και κάνουμε και καμιά συζήτηση της προκοπής.

2. Ναι και η εμφάνιση και το μέγεθος μετράνε. Στους εικονοκλαστικούς καιρούς που ζούμε το να έχει κάποιος μια περιποιημενη παρουσία είναι εύκολο πράγμα. Δηλαδή είναι τόσο κακό να το περιποιηθείς βρε Αλεξάνδρε μου αυτό το μούσι και αυτό το μακρύ μαλλί. Να σου δώσω και την ακριβή κρέμα της Kerastase εν ανάγκη. Οσο για το μέγεθος, ε τι να κάνουμε νόμοι της φύσης είναι αυτοί. Αν δεν το έχεις, τουλάχιστον μάθε να αξιοποιείς κάθε του εκατοστό. Κι αν το διαθετεις μην το κάνεις παντιέρα Βρασίδα μου, εκπαίδευσε το και λίγο.

1. Και επιτέλους γιατί θα πρέπει να θεωρηθώ τσούλα και όλα τα συμπαρομαρτούντα επειδή απολαμβάνω την καλή γυμναστική της μίας βραδιάς χωρίς παραπάνω δεσμεύσεις και επικοινωνίες. Καλέ μου Θρασύβουλε δεν είναι αυτοσκοπός μου η μαιζονέτα, το τζιπ, το 1,5 παιδί και το σκυλί. Συνήθως προτιμώ έναν καλό οργασμό.


Μην το πάρετε στραβά, είναι άλλωστε γνωστό τοις πάσι οι ξανθιές Love to hate Μen.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2007

Κίτρινα Φώτα

Kίτρινα φώτα κι απόψε στη σκηνή,
φρέσκα κορμιά, θυσία στο πανί.

Μού πες θάμαι μαζί σου αυτό το βράδυ,
διώξε απ’ τα μάτια το σκοτάδι.

Κίτρινα φώτα κι απόψε στη σκηνή,
πώς να πεθάνω δεν έχει αστέρια αυτή η ζωή.

Κίτρινα φώτα, άρρωστα χνώτα,
βρώμικες σκέψεις, χαμένες λέξεις.

Κίτρινα φώτα κι απόψε στη σκηνή
στημένο φινάλε κι ο θεατής εκεί.

Φεύγεις, γυρίζεις. Ποτέ δεν ρωτάς.
Κι εγώ τρελή, πατάω όπου πατάς.

Μού πες θα γυρίσω μην κλαίς .
Κι έγιναν πια οι νύχτες, πληγές.

Κόκκινα φώτα, απόψε στη σκηνή,
καινούργιο φουστάνι, καινούργια αρχή.

ΥΣ: Λίγο πριν μαζευτούμε να διαμαρτυρηθούμε για την ζωή που μας κλέβουν, οι άλλοι στους οποίους εμείς οι ίδιοι ανοίγουμε την κερκόπορτα της ζωής μας, λίγο πριν απογοητευτούμε για μια ακόμα φορά, σκέφτομαι ότι ίσως τελικά δεν είμαστε και τόσο μόνοι.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Πολύ κακό για το τίποτα

Eπειδή οι μέρες είναι λίγο περιεργες, λέω να τις διασκεδάσω κάνοντας κάτι που με ευχαριστούσε από μικρή. Καταρτίζοντας δηλαδή λίστες από τα πράγματα που «μισούσα».
Η καλύτερα από τα πράγματα που λάτρευα να μισώ.
Και ξεκινάω από το top five των σκηνοθετών που δεν μπορώ να αντέξω ούτε με την υπόσχεση ενός εκατομμυρίου ευρώ. Τώρα ποιός θα μου έδινε ένα εκατομμύριο για να τους παρακολουθήσω είναι θέμα άλλου post.

Ξεκινάω λοιπόν:
Νο 5 : Κριστόφ Κισλόφσκι. Αν εξαιρέσουμε το Blind Chance, μετά δυσκολίας είδα την Βερονικ, στην Μπλε Ταινία ήθελα να φύγω στο διάλειμμα και το μόνο που με κράτησε ήταν η μουσική του μεγαλου Preisner, η Λευκή ήταν υποφερτή , στην Κόκκινη δεν πήγα, και όσο για τον Δεκάλογο, τον είδα υποχρεωτικά και με πολύ γκρίνια γιατί έπρεπε να γράψω εργασία για την σχολή. Εκείνο που με ενοχλεί αφάνταστα και με αποτρέπει στο να μπω στο κόσμο και στις ταινίες του είναι αυτός ο ακρατος καθολικισμός του που ξεπερνάει τα όρια του διδακτισμού και με φτάνει στα δικά μου όρια.

Νο 4 : Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Δεν τον καταλαβαίνω. Με τίποτα. Ούτε στο τόσο. Από το Αlphaville και το "2-3 πράγματα που ξέρω γι αυτήν" μέχρι το Comment vont les enfants.
Χάνω την μπάλα. Και βαριέμαι φριχτά. Το γαλλικό σινεμά δεν μου πάει. Ούτε της νουβελ βαγκ, ούτε το σύγχρονο.

Νο 3 : Βιμ Βέντερς. Στην «Κατάσταση των πραγμάτων» κοιμήθηκα. Στην «Αλίκη στις πόλεις», έφαγα τα νύχια μου, το «Παρίσι-Τέξας» μου φάνηκε ατελείωτο. «Τα φτερά του έρωτα» αρνήθηκα να τα δώ στο σινεμά, προσπάθησα 4 φορές στην τηλεόραση, δεν το κατάφερα ποτέ. Βεβαια τον μισώ γιατί μου κατέστρεψε ενα από τα αγαπημένα μου βιβλία με τον «Αμερικάνο Φίλο». Πήγα να δω τον Ρίπλευ και βρέθηκα στο απόλυτο τίποτα. Οταν είδα το ρεμέηκ «Ripleys’ Game” της Καβιάνι, με τον Τζον Μάλκοβιτς, είπα δεν είναι δυνατόν να βασίζονται και οι δύο ταινίες στο ίδιο βιβλίο.

Νο 2 : Λαρς Φον Τρίερς. Εδώ το μίσος μου μεγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο. Αν εξαιρέσω το Element of the crime, αντε και κάποιες σεκάνς του Europa, μετά το χάος. Εμεινα στο "Δαμάζοντας τα κύματα" μόνο και μόνο για την πρωταγωνίστρια, στο Dancer in the Dark, έφυγα, το Dogville δεν το είδα. Ανακατεύομαι με την κάμερα στο χέρι, αρρωσταίνω με την αρρώστια του σεναρίου, δεν μπορώ να βρω πουθενά μια αισιόδοξη ματιά πάνω στην ζωή.

Νο 1 : Η κορωνίδα της απέχθειας. Θόδωρος Αγγελόπουλος. Τα έχω δει όλα από του "Κυνηγούς" μέχρι την «Αιωνιότητα και μια μέρα». Θα μπορούσα να του τα συγχωρήσω όλα. Και τα αργά πλάνα, και την μεγαλομανία στο σενάριο, και την τρομακτική σπατάλη χρόνου, χρήματος και ανθρώπινου δυναμικού για ένα μισό πλάνο. Ολα. Αλλά τα πάντα δηλητηριάζονται από την μισανθρωπία του. Το μισεί το ανθρώπινο γένος ο Τεό. Βαθιά. Κι αυτό με τσακίζει.

Επίλογος. Το ξέρω ότι είμαι υπερβολική και υποκειμενική. Μπορεί και προκατειλλημένη. Μπορεί και άδικη. Παρόλα αυτά πάω φανατικά σινεμά, όπως φανατικά αγαπάω να το μισώ και να του ασκώ κριτική. Απλές, ανθρώπινες αδυναμίες.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

Oι απαρχές μιας ανοίκειας θλίψης


Μέρες τώρα προσπαθώ να το καταπολεμήσω.
Να κρατηθώ στην αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων.
Να μείνω ευχαριστημένη από αυτά που έχω.
Να πνίξω την γκρίνια.

Γυρίζω γύρω-γύρω στο σπίτι. Ανοίγω και κλείνω βιβλία. Διαλέγω dvd και τα αφήνω στην μέση. Ξεκινάω να πάω σινεμά και το μετανιώνω.

Και στις εξόδους με τους φίλους φαίνομαι κουρασμένη, άκεφη, δυσκολη.

Οσο για την δουλειά, καθε λίγο βρίσκω δικαιολογία για να αφαιρούμαι, προσπαθώ να αποφεύγω όσο μπορώ τα δύσκολα ραντεβού. Με άλλα λόγια, όπου με παίρνει λουφάρω. Ανερυθρίαστα και χωρίς τύψεις.

Μπαίνω και βγαίνω στα blogs, διαβάζω αλλά με το ζόρι σχολιάζω.
Τίποτα δεν μου κάνει αίσθηση πια.

Μέρες τώρα προσπαθώ να αντισταθώ.
Να μην κατρακυλήσω στην θλίψη.
Κι είναι όλα δυσοίωνα.
Ο καύσωνας που μας απόκαμε.
Ο θάνατος στην Πάρνηθα.

Είδα χθες μια ταινία στην ΕΤ-1. Μικρό αριστούργημα. Le salaire de la peur. Ηθελα τόσο πολύ να γράψω γι αυτήν κι όμως η σκέψη μου αντιστέκεται.

Μέρες τώρα καταπίνω το σάλιο μου κι είναι στυφό.
Χωρίς καμιά εμφανή αιτία.
Ολα είναι ήρεμα. Ολα είναι υπό έλεγχο.
Κάποια είναι μάλιστα και καλά.
Τίποτα δεν πάει άσχημα.

Μέρες τώρα τρώγομαι με τις σάρκες μου.
Κι αισθάνομαι βλάσφημη κι αχάριστη και άδικη.