«Νάβρεχε»
Νάβρεχε. Να ξεπλενόταν η ντροπή. Να παράσερναν τα νερά τα νύχια του εφιάλτη που είναι τόσες μέρες στα πνευμόνια μου και δεν μ’ αφήνουν ν’ αναπνεύσω. Όλο κάτι μικρές ασθματικές αναπνοές παίρνω, αγχωμένες κι αυτές και μισές. Όλο και πιο βαριά κοιμάμαι τα βράδια, όλο και πιο δύσκολα ξυπνάω τα πρωϊνά. Δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι.
«Πάντως στο νησί ο καιρός είναι καλός», λέει ο φίλος, «μήπως ναρχόσουν μια βόλτα; », ξαναρωτάει πάλι.
Δεν θέλω. Δεν έχω όρεξη. Δεν έχω κατανόηση για τη ζωή που συνεχίζεται και με αναγκάζει να συνεχίζω κι εγώ. Δεν θέλω να σταματήσω να το σκέφτομαι, δεν θέλω να καταφύγω στις μικρές και μεγάλες ασφάλειες του μικρόκοσμου/μακρόκοσμου μου.
«Έλα, θα δεις λίγο θάλασσα, θα κάνεις καμιά βουτιά, ακόμα είναι ζεστός ο καιρός, θα φάμε και ψάρι», η φωνή στην άλλη άκρη της επικοινωνίας.
Δεν θέλω να προσποιούμαι ότι τίποτα δεν συνέβη, ότι όλα αργά ή γρήγορα θα βρουν την φυσιολογική τους σειρά. Δεν ξέρω όμως και πώς να ζήσω σ’ αυτό τον κόσμο.
«Ελα μωρέ, μην το παίρνεις τόσο βαριά». Λες και θέλω να το πάρω βαριά. Λες και έχω επιλογή.
Μακάρι νάβρεχε. Από κείνες τις βροχές που ξεσπούν ένα απόγευμα και συνεχίζονται όλο το βράδυ, από κείνες τις βροχές που επιμένουν να πλένουν και να ξαναπλένουν τους δρόμους. Που καθαρίζουν τον ουρανό. Που σου σηκώνουν το βάρος από το στήθος. Που ξεμπλέκουν τον κόμπο από το στομάχι.
Σκεφτόμουν ότι στη κηδεία του μπαμπά και γενικά στις κηδείες, δεν υπάρχουν φωτογράφοι –εκτός βέβαια κι αν ο τεθνεών είναι δημόσιο πρόσωπο- ν΄ απαθανατίσουν την προσωποιημένη απελπισία. Γιατί όχι; Γιατί οι γάμοι και τα βαφτίσια και τα γενέθλια και οι διακοπές να έχουν αυτό το αποκλειστικό προνόμιο; Γιατί να μην θυμάμαι, αποτυπωμένη στο ιλλουστρασιόν χαρτί, ή μήπως σε ματ, την απώλεια; Γιατί τέτοιος ρατσισμός στις κοινωνικές συναθροίσεις;
Η πομπή που ακολουθεί το φέρετρο, τα μαύρα ρούχα, τα μαύρα γυαλιά, τα παρατημένα βήματα, εγώ, εσύ, η μάνα, οι φίλοι που δείχουν σαστισμένοι, εγώ, εσύ, η μάνα, οι γνωστοί/άγνωστοι που χαιρετούν μουδιασμένοι, εγώ, εσύ, η μάνα, οι συγγενείς που δεν ξέρουν που να σταθούν, στους μακρινούς ή στους κοντινούς, εγώ, εσύ, η μάνα.
Εγώ, εσύ, ο θάνατος στην τηλεόραση, η επόμενη μέρα μέρα μιας δίσεχτης ανθρωπότητας, εγώ, εσύ, η μάνα που ανησυχεί «που αμάν πια δεν έχεις βρει κι εσύ έναν σύντροφο να κοιμάσαι μαζί του και να σου διασκεδάζει τους φόβους σου. Αμάν πια με τις ιδιοτροπίες και τις περίεργες ιδέες σου. Δεν βλέπεις τι γίνεται στον κόσμο». Βλέπω βρε μάνα, βλέπω.
Εγώ, εσύ, ο φόβος, ο πανικός της αβεβαιότητας, ο θάνατος της αξιοπρέπειάς μας, ο θάνατος σε γενικό και κοντινό πλάνο. Ο θάνατος μέσα και έξω από τους τέσσερεις προστατευτικούς τοίχους του σπιτιού μου.
Μακάρι νάβρεχε. Από κείνες τις μεγάλες βροχές, που τις λένε ο κατακλυσμός, που μετά ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος, που ύστερα όλα ξαναρχίζουν από την αρχή. Που ανακαλύπτεις εκ νέου την αγάπη και την ανθρωπιά.
Μακάρι νάβρεχε και κείνη την μέρα της κηδείας του μπαμπά, για να μην είχε έρθει κανείς, μιας και δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς οι φωτογράφοι για να μας περάσουν στην αιωνιότητα.
«Έλα μωρέ. Ξεκόλα, άλλωστε κι εσύ την ζωή σου συνεχίζεις σα να μην συνέβη τίποτα».
«Έλα, ξέφυγε για μερικές μέρες. Η θάλασσά σου σε περιμένει».
Έβρεξε λέει κι εκεί. Στην άλλη μεριά της θάλασσας. Κι ήταν μια βροχή που έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Που έκανε την σκόνη, λάσπη. Που έκανε τους δρόμους, βούρκους. Που έθαψε ακόμα πιο βαθειά την αξιοπρέπειά μας.
Έβρεξε λέει κι εκεί. Μόνο που αυτή η βροχή δεν ήταν ο κατακλυσμός, που λένε, ήταν μια απλή συνηθισμένη βροχή, που έπεφτε αδιάφορη, λες και κανείς δεν την είχε ενημερώσει ότι σ’ αυτό τον κόσμο της επόμενης μέρας, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο.
Μακάρι νάβρεχε!
Νάβρεχε. Να ξεπλενόταν η ντροπή. Να παράσερναν τα νερά τα νύχια του εφιάλτη που είναι τόσες μέρες στα πνευμόνια μου και δεν μ’ αφήνουν ν’ αναπνεύσω. Όλο κάτι μικρές ασθματικές αναπνοές παίρνω, αγχωμένες κι αυτές και μισές. Όλο και πιο βαριά κοιμάμαι τα βράδια, όλο και πιο δύσκολα ξυπνάω τα πρωϊνά. Δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι.
«Πάντως στο νησί ο καιρός είναι καλός», λέει ο φίλος, «μήπως ναρχόσουν μια βόλτα; », ξαναρωτάει πάλι.
Δεν θέλω. Δεν έχω όρεξη. Δεν έχω κατανόηση για τη ζωή που συνεχίζεται και με αναγκάζει να συνεχίζω κι εγώ. Δεν θέλω να σταματήσω να το σκέφτομαι, δεν θέλω να καταφύγω στις μικρές και μεγάλες ασφάλειες του μικρόκοσμου/μακρόκοσμου μου.
«Έλα, θα δεις λίγο θάλασσα, θα κάνεις καμιά βουτιά, ακόμα είναι ζεστός ο καιρός, θα φάμε και ψάρι», η φωνή στην άλλη άκρη της επικοινωνίας.
Δεν θέλω να προσποιούμαι ότι τίποτα δεν συνέβη, ότι όλα αργά ή γρήγορα θα βρουν την φυσιολογική τους σειρά. Δεν ξέρω όμως και πώς να ζήσω σ’ αυτό τον κόσμο.
«Ελα μωρέ, μην το παίρνεις τόσο βαριά». Λες και θέλω να το πάρω βαριά. Λες και έχω επιλογή.
Μακάρι νάβρεχε. Από κείνες τις βροχές που ξεσπούν ένα απόγευμα και συνεχίζονται όλο το βράδυ, από κείνες τις βροχές που επιμένουν να πλένουν και να ξαναπλένουν τους δρόμους. Που καθαρίζουν τον ουρανό. Που σου σηκώνουν το βάρος από το στήθος. Που ξεμπλέκουν τον κόμπο από το στομάχι.
Σκεφτόμουν ότι στη κηδεία του μπαμπά και γενικά στις κηδείες, δεν υπάρχουν φωτογράφοι –εκτός βέβαια κι αν ο τεθνεών είναι δημόσιο πρόσωπο- ν΄ απαθανατίσουν την προσωποιημένη απελπισία. Γιατί όχι; Γιατί οι γάμοι και τα βαφτίσια και τα γενέθλια και οι διακοπές να έχουν αυτό το αποκλειστικό προνόμιο; Γιατί να μην θυμάμαι, αποτυπωμένη στο ιλλουστρασιόν χαρτί, ή μήπως σε ματ, την απώλεια; Γιατί τέτοιος ρατσισμός στις κοινωνικές συναθροίσεις;
Η πομπή που ακολουθεί το φέρετρο, τα μαύρα ρούχα, τα μαύρα γυαλιά, τα παρατημένα βήματα, εγώ, εσύ, η μάνα, οι φίλοι που δείχουν σαστισμένοι, εγώ, εσύ, η μάνα, οι γνωστοί/άγνωστοι που χαιρετούν μουδιασμένοι, εγώ, εσύ, η μάνα, οι συγγενείς που δεν ξέρουν που να σταθούν, στους μακρινούς ή στους κοντινούς, εγώ, εσύ, η μάνα.
Εγώ, εσύ, ο θάνατος στην τηλεόραση, η επόμενη μέρα μέρα μιας δίσεχτης ανθρωπότητας, εγώ, εσύ, η μάνα που ανησυχεί «που αμάν πια δεν έχεις βρει κι εσύ έναν σύντροφο να κοιμάσαι μαζί του και να σου διασκεδάζει τους φόβους σου. Αμάν πια με τις ιδιοτροπίες και τις περίεργες ιδέες σου. Δεν βλέπεις τι γίνεται στον κόσμο». Βλέπω βρε μάνα, βλέπω.
Εγώ, εσύ, ο φόβος, ο πανικός της αβεβαιότητας, ο θάνατος της αξιοπρέπειάς μας, ο θάνατος σε γενικό και κοντινό πλάνο. Ο θάνατος μέσα και έξω από τους τέσσερεις προστατευτικούς τοίχους του σπιτιού μου.
Μακάρι νάβρεχε. Από κείνες τις μεγάλες βροχές, που τις λένε ο κατακλυσμός, που μετά ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος, που ύστερα όλα ξαναρχίζουν από την αρχή. Που ανακαλύπτεις εκ νέου την αγάπη και την ανθρωπιά.
Μακάρι νάβρεχε και κείνη την μέρα της κηδείας του μπαμπά, για να μην είχε έρθει κανείς, μιας και δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς οι φωτογράφοι για να μας περάσουν στην αιωνιότητα.
«Έλα μωρέ. Ξεκόλα, άλλωστε κι εσύ την ζωή σου συνεχίζεις σα να μην συνέβη τίποτα».
«Έλα, ξέφυγε για μερικές μέρες. Η θάλασσά σου σε περιμένει».
Έβρεξε λέει κι εκεί. Στην άλλη μεριά της θάλασσας. Κι ήταν μια βροχή που έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Που έκανε την σκόνη, λάσπη. Που έκανε τους δρόμους, βούρκους. Που έθαψε ακόμα πιο βαθειά την αξιοπρέπειά μας.
Έβρεξε λέει κι εκεί. Μόνο που αυτή η βροχή δεν ήταν ο κατακλυσμός, που λένε, ήταν μια απλή συνηθισμένη βροχή, που έπεφτε αδιάφορη, λες και κανείς δεν την είχε ενημερώσει ότι σ’ αυτό τον κόσμο της επόμενης μέρας, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο.
Μακάρι νάβρεχε!
9 σχόλια:
Κανείς δε θέλει φωτογραφίες από το θάνατο.Η ανυπαρξία δεν αποτυπώνεται στο χαρτί.
@ gitsaki
Διαφωνώ.
Στην κηδεία δικού σου ανθρώπου νιώθεις κάπως σαν εξωγήινος.
Μετά όταν τα πάντα μαλακώσουν, θέλεις να ανασυντάξεις τις μνήμες.
Να ψηλαφίσεις το παρελθόν σου.
Και οι φωτο ίσως να μπορούν να σε βοηθήσουν.
Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου η φωτογράφηση της κηδείας είναι κάτι σαν θεσμός. Μάλιστα στο οικογενειακό μας άλμπουμ υπήρχε η φωτογραφία ενός θείου στο φέρετρο... Φωτογραφία ασπρόμαυρη της δεκαετίας του '50...!
Πολύ ρεαλιστική η απεικόνηση...! :-)
@adomiel
Το ήξερα ότι δεν σκεπτόμουνα μόνο εγώ έτσι.
Θυμάσαι την ταινία "Οι Άλλοι" (The Others) με την Κίντμαν; ;-)
Κατά τύχη (σ.σ. κακή) έχω κι άλλες φωτό, πολύ πιο πρόσφατες... Ξέρεις...!
Kάποτε,προ πολλών ετών,μου ζητήθηκε κι εμένα να φωτογραφίσω αποβιώσαν συγγενικό μου πρόσωπο(τον παππού μου, συγκεκριμένα, εντός φερέτρου).Ομολογώ ότι το έκανα, με δυσαρέσκεια,όμως,επειδή μου το ζήτησε μια θεία μου και δεν ήοελα να την στενοχωρήσω, επιπλέον,το έκανα(και πάντοτε είχα την απορία πώς θα ένιωθε ο φωτογράφος κατά την εμφάνιση).Εγώ,όμως,θα εστίαζα το ενδιαφέρον μου στο,κατά τα λοιπά, κείμενο ,που μου αρέσει και μου θυμίζει έναν στίχο,που αναφέρει,"...έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή...".
Χάρηκα που σε άκουσα, Μάρω(νόμιζα πως σε είχα τρομάξει με τις πιθανολογήσεις μου),
διάβασα και το μήνυμά σου,ευχαριστώ.
@ be-frank.
Καλημέρα αγαπητέ φίλε.
Δεν τρόμαξα από τις πιθανολογήσεις σας, απλώς το computer στο σπίτι αρνείται πεισματικά να ανεβάσει posts.
"Την επαύριο, και λίγο πριν γίνει η κηδεία, ακούστηκε στο δρόμο του χωριού ο ίδιος πλανόδιος φωτογράφος να διαλαλεί την τεχνική του απαθανατισμού διά της φωτογραφίσεως και να διατυπώνει την άποψη πως τα κορμιά λιώνουν και χάνονται αλλά οι φωτογραφίες ζουν στον αιώνα τον άπαντα.[...] Παρακάλεσε τότε τον τεχνίτη να βάλει όλη του την τέχνη και να τραβήξει την πιο λαμπρή φωτογραφία που έβγαλε ποτέ."
Γ.Γιατρομανωλάκης
Απαθανατίζω τον θάνατο.
Που θα πεί
απα-πα-θανατίζω :)
be-frank: "είχα την απορία πώς θα ένιωθε ο φωτογράφος κατά την εμφάνιση"
Πως θα ένιωθε;
Λίγο είναι να σου "εμφανίζεται" μες στο σκοτάδι ξαφνικά ένας νεκρός; :)
Η φωτογραφική τεχνική (φιλμ) κρύβει ίσως ένα μεγάλο μάθημα για τη ζωή.
Απαθανατίζω: Περνώ τη ζωή μπροστά μου σε ΑΡΝΗΤΙΚΟ (ανυπαρξία=μη ζωή, αρνητικό) και με επεξεργασία παίρνουμε τη θετική εικόνα - μήνυμα, ζωή..
Να μη συνεχίσω... καταλάβαμε όλοι νομίζω.
Μερικά θέματα χρειάζονται και έναν εύθυμο τόνο, έτσι, για να αντέχονται.
Και όχι Μάρω, δεν σκέφτεσαι μόνον εσύ έτσι...
Δημοσίευση σχολίου