«Στου Βίγλου»
Κρατούσε το τρίχρονο πιτσιρίκι από το χέρι. Ένας μικρός κι ένας μεγάλος άνθρωπος σε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Έρχονταν από τον δρόμο, περνώντας ανάμεσα από τα παρκαρισμένα.
Από μακριά και πλησίαζαν.
Άλλος ο βηματισμός του ενήλικα, αφηρημένος, σίγουρος. Άλλωστε ακουμπούσε σε μια διαδρομή χρόνων, τόσες και τόσες φορές –άραγε πόσες ήταν; μετριούνται σε αριθμητικά νούμερα οι φορές που σκουντουφλάς στο ίδιο χαλίκι;- είχε περπατήσει και ξαναπερπατήσει τον ίδιο αυτό χωματόδρομο.
Άλλο το ποδοβολητό του μπόμπιρα. Ένας έκπληκτος, χαμογελαστός, ακροβατικός χορός πάνω στα κατακαίνουργια παπούτσια του.
Κρατούσε το παιδί στο αριστερό χέρι και στιγμές, στιγμές το έσερνε για να κάνει γρήγορα. Να μεγαλώσει γρήγορα, να μάθει να περπατάει μόνο του, να μην έχει ανάγκη καθοδήγησης.
Έρχονταν με τα πόδια από τον χωματόδρομο που έβγαζε στου Βίγλου.
Με τ’ αυτοκίνητο δεν φτάνεις ποτέ μέχρι πάνω-πάνω. Τα τελευταία μέτρα πάντα τα περπατάς. Όλοι τα περπατούν. Συνήθεια, παράδοση, ασφάλεια, κεκτημένο δικαίωμα του παπά που αντιπαθεί τους μη φυσικούς ήχους, δεν ξέρω.
Ένα χωριό ολόκληρο και βάλε μαζευόμαστε. Μόνιμοι κάτοικοι και περιστασιακοί παλλινοστούντες Αθηναίοι, άπιστοι εραστές μιας γενέθλιας γης που την έχουν εδώ και χρόνια εγκαταλείψει, ανηφορίζουμε σύμπαντες ανήμερα της Παναγίας τον ίδιο χωματόδρομο. Παρκάρουμε τα αυτοκίνητα, αντιπροσωπευτικά δείγματα μιας αναβάθμισης του βιοτικού μας επιπέδου, όσο πιο κοντά μάς επιτρέπεται, και πιάνουμε τον ποδαρόδρομο.
Έρχονταν με τον ήλιο πίσω τους, να αλλοιώνει τις φιγούρες.
Ένας πατέρας κι ένας γιος. Με τα καλά ρούχα της βόλτας, της γιορτής, της Κυριακής. Προχωρούσαν για να συναντήσουν τους υπόλοιπους στην αυλή της εκκλησίας, της σφηνωμένης ανάμεσα στα πλατάνια της πηγής του Βίγλου, δεκαπενταύγουστο, σε μια άκρη αυτής της χώρας.
Χαμογελούσε ο μικρός, βαριόταν ο μεγάλος, ήθελε να μονοιάσει γρήγορα με τους άλλους, να κάνει τσιγάρο, να ψάξει την σκιά, τώρα που ψήλωνε ο ήλιος, να κανονίσει για τη μεσημεριανή βόλτα στη θάλασσα, για το βραδυνό ψάρεμα, να τελειώνει κι αυτή η αγγαρεία, κι αυτή η μέρα.
Έρχονταν από τον δρόμο, περνώντας ανάμεσα από τα παρκαρισμένα.
Από μακριά και πλησίαζαν. Ο μεγάλος τραβούσε τον μικρό ν’ ανοίξει το βήμα του, όπως ακριβώς τον τραβούσε ο δικός του ο πατέρας 35 χρόνια πριν στον ίδιο χωματόδρομο, την ίδια μέρα του Αυγούστου.
Μαγική εικόνα. Ο παιδικός μου σύντροφος των παιχνιδιών, η εφηβική παρέα, ο νεανικός έρωτας των καλοκαιρινών διακοπών, ο φίλος της ωριμότητας, ο συνομήλικος μου – ή σχεδόν συνομήλικος- ερχόταν στην καθιερωμένη εκκλησιαστική συνάθροιση κρατώντας από το χέρι τον τρίχρονο γιο του.
Καθόμουν στο πεζούλι, περιμένοντας να τελειώσει το μαρτυρικό τελετουργικό, αναρρώνοντας από το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας – μια ακόμα επιβεβλημένη συνήθεια για όλους εμάς που αναζητάμε την λύτρωση στις 15 μέρες της άδειας- και τους έβλεπα να με πλησιάζουν, να με φτάνουν, να με καλημερίζουν, να μου χαμογελά ο μεγάλος, να μου παρουσιάζει τον μικρό, να με ρωτά ο μικρός που είναι ο δικός μου ο γιος για να παίξουν...
Αλήθεια, πού είναι ο δικός μου ο γιός; Δεν θάπρεπε να έχω; Δεν ξέρω.
Ο φίλος άφησε το τρίχρονο πιτσιρίκι από το χέρι. Του επέτρεψε να απομακρυνθεί και να συναντήσει τους δικούς του συνομήλικους φίλους, ν’ αρχίσει να φτιάχνει τις δικές του αναμνήσεις από την αυγουστιάτικη ανάβαση στου Βίγλου. Κι εμείς, μαζί με τους υπόλοιπους, ανάψαμε τσιγάρο, γκρινιάξαμε για το μελτέμι που μας ταλαιπωρούσε τόσες μέρες, συνειδητοποιήσαμε πόσο γρήγορα περνούν οι μέρες της απραξίας, κάναμε σχέδια για μετά.
Φορούσαμε τα καλά μας στενάχωρα παπούτσια, γυαλιά ηλίου και ακούγαμε το βραχνοκόκκορα παπά να σέρνει την λειτουργία στον ποθητό της τέλος.
Είπα, «μακάρι να σας είχα τραβήξει φωτογραφία την ώρα που ανηφορίζατε με το μικρό», αλλά σκεφτόμουν «μακάρι να μην είχες μεγαλώσει ποτέ».
Τώρα μέρες μετά, στην ασφάλεια της ρουτίνας, στον Σεπτέμβριο της πρωτεύουσας, στους ρυθμούς της καθημερινότητας, μακριά από τους χωματόδρομους που βγάζουν στου Βίγλου, στην πηγή, ή στη λίμνη, έρχεται η ίδια εικόνα να με συναντήσει. Ένας μικρός κι ένας μεγάλος, που πλησιάζουν έχοντας πίσω τους τον ήλιο, ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, με ασυγχρόνιστα βήματα, δεμένοι σε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Αθήνα, 10 Σεπτεμβρίου 2001
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Ελπίζω να postάρεις τις συνέχειες αρκετά γρήγορα...! Με έχεις ήδη αφήσει στη μέση...! :-)
Στην adomiel:
Καλημέρα σας κυρία μου. Καλώς σας βρήκα. Θα προσπαθήσω να το ανεβάσω σιγά σιγά το πόνημα μου. Πρέπει να κανονίσουμε μια συνάντηση.
Δημοσίευση σχολίου