«Την λένε Ραφαέλλα»
Την λένε Ραφαέλλα. Είναι τριών χρονών. Έχει από κείνα τα μεγάλα μάτια που μόνο τα παιδιά διαθέτουν –ακόμα κι εμείς σαν παιδιά τα είχαμε αυτά τα μάτια, κι ύστερα τα απώλεσαμε μαζί με όλα εκείνα που δεν θέλουμε να θυμόμαστε και να βλέπουμε- και μιλάει από κείνα τα σπασμένα ελληνικά που από το στόμα των μικρών ανθρώπων ακούγονται γοητευτικά και χαριτωμένα, ενώ αλλάζουν ξαφνικά και ως δια μαύρης μαγείας κι ακούγονται ενοχλητικά και αποκρουστικά όταν τα προφέρουν οι άλλοι άνθρωποι, οι ενήλικες γονείς μιας οποιασδήποτε Ραφαέλλας.
Την λένε Ραφαέλλα. Δεν είναι καθόλου ντροπαλή. Με πλησιάζει αμέσως, με εμπιστεύεται με την πρώτη, μου δίνει το χέρι της, μου ανακοινώνει περήφανα τ΄όνομά της και τον τόπο καταγωγής της. Ο μπαμπάς της κάθεται στην άλλη άκρη του χώρου, δεν με κοιτά στα μάτια όταν μου μιλά, μασάει τις απαντήσεις του, φοβάται να μου πει ότι είναι μετανάστης, ότι είναι άστεγος, ότι είναι άνεργος.
Την λένε Ραφαέλλα. Με ρωτάει αν έχω καραμέλες στην τσέπη μου –έχω, αλλά είναι καραμέλες για το λαιμό και δεν τις αρέσουν, την καίνε, την ενοχλούν- όπως μας ενοχλεί να ξέρουμε ότι υπάρχει η μιζέρια και γυρίζουμε το βλέμμα αλλού. Με ρωτάει πού είναι ο δικός μου μπαμπάς, θρονιάζεται στην αγκαλιά μου, μου δείχνει το γδαρμένο της γόνατο, με γεμίζει αμηχανία. Οπως με γεμίζει αμηχανία η βουβή ερώτηση του πατέρα, που κρατάει το χαρτί της απέλασης στο χέρι και περιμένει να του εξηγήσω τι σημαίνουν οι μεγαλοπρεπείς σφραγίδες και οι μεγαλόσχημες υπογραφές.
Την λένε Ραφαέλλα. Η μαμά της έχει μείνει πίσω. Πίσω πού; Σ’ αυτές τις χώρες που μετακινούνται στον χάρτη, που μεταναστεύουν στις αποσκευές των πρώην κατοίκων τους. Σ’ αυτές τις περιοχές που βρίσκονται στο πίσω μέρος του μυαλού μας και εσκεμμένα δεν τις ανασύρουμε ποτέ από κει. Μου διηγείται πού κοιμήθηκαν χθες βράδυ, -σ’ ένα μέρος με πολλά δέντρα και πολλά φώτα, κι άλλους ανθρώπους, κι ήταν σαν μεγάλη γιορτή, αλλά είχε και πολύ φασαρία. Θέλω να την παρηγορήσω λέγοντάς της ότι έτσι είναι οι πλατείες της Αθήνας, ότι δεν ησυχάζουν ποτέ, αλλά σκέφτομαι ότι αυτή είναι μια χαζή απάντηση και απλώς σωπαίνω. Σκέφτομαι ότι θα μ’ ακούσει ο μπαμπάς της και θα χαμογελάσει πικρά. Ντρέπομαι και συνεχίζω να σωπαίνω.
Την λένε Ραφαέλλα. Νυστάζει και πεινάει. Φοράει ένα ροζ φανελάκι –πάντα τα κοριτσάκια φορούν κάτι ροζ,- γκρινιάζει λίγο, τρίβει τα μάτια της με κάτι μικροσκοπικές λερωμένες γροθιές, κοιτάζει προς την μεριά του μπαμπά της, ψάχνει την δεδομένη ασφάλεια και τη σιγουριά της, εκείνη που της έχουμε αρνηθεί όλοι εμείς οι χορτασμένοι από ύπνο και φαγητό. Ο μπαμπάς της έρχεται και την παίρνει από τα χέρια μου, την κρύβει στην αγκαλιά του, την προστατεύει από μένα, -όσο μπορεί, όσο του επιτρέπει ο δικός του μεγάλος φόβος- ζητάει συγνώμη που η μικρή με λέρωσε, ζητάει συγνώμη που είναι μετανάστης, άστεγος και άνεργος, ζητάει συγνώμη που με ξεβολεύει. Ζητάει μια βουβή συγνώμη, γέματη αξιοπρέπεια και περηφάνια. Ντρέπομαι και απλώς σωπαίνω.
Την λένε Ραφαέλλα. Πρέπει να συμπληρώσω την καρτέλα για να τους δεχτεί για λίγες μέρες ο ξενώνας. Δεν σηκώνω τα μάτια μου να την δω που κούρνιασε και λούφαξε σαν ζωάκι –τι να της πω άλλωστε για τον κόσμο που θα ξυπνήσει και θ’ αντικρύσει αύριο και που τον έχω φτιάξει ανάμεσα στους άλλους κι εγώ. Γεμίζω με γράμματα το έντυπο, με στοιχεία, με αριθμούς, με τόπους καταγωγής, με ημερομηνίες. Κι εκείνος μπροστά μου με το παιδί στην αγκαλιά, με τα μάτια να κοιτάνε κάτω, με άπειρη υπομονή –άλλωστε τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα έκανε για να φτάσει εδώ, τόσες χιλιάδες φορές βρέθηκε στην ίδια θέση του αδικούμενου, τόσες χιλιάδες φορές αγνοήθηκε, ποδοπατήθηκε, στοιβάχτηκε, παραμερίστηκε. Έχει συνηθίσει πιά.
Την λένε Ραφαέλλα και τα φωτεινά της μάτια έχουν βασιλέψει από ώρα, έχει συνηθίσει πια να κοιμάται νηστική, να αναχωρεί για την γειτονιά των ονείρων της μέσα στα φώτα και την φασαρία. Από ώρα ντρέπομαι και σωπαίνω. Από ώρα σκέφτομαι ότι είναι πολύ γλυκιά και ακριβή, όπως όλα τα παιδιά – όπως υπήρξαμε κι εμείς όλοι κάποτε και το ξεχάσαμε επιμελώς-. Από ώρα ο μπαμπάς της έχει κουραστεί κι έχει κάτσει στην άκρη του χώρου περιμένοντας. Έχουν συνηθίσει πια.Την λένε Ραφαέλλα, τον μπαμπά της τον λένε Ακο. Από ώρα τους κοιτάω κλεφτά και ντρέπομαι .
Την λένε Ραφαέλλα. Είναι τριών χρονών. Έχει από κείνα τα μεγάλα μάτια που μόνο τα παιδιά διαθέτουν –ακόμα κι εμείς σαν παιδιά τα είχαμε αυτά τα μάτια, κι ύστερα τα απώλεσαμε μαζί με όλα εκείνα που δεν θέλουμε να θυμόμαστε και να βλέπουμε- και μιλάει από κείνα τα σπασμένα ελληνικά που από το στόμα των μικρών ανθρώπων ακούγονται γοητευτικά και χαριτωμένα, ενώ αλλάζουν ξαφνικά και ως δια μαύρης μαγείας κι ακούγονται ενοχλητικά και αποκρουστικά όταν τα προφέρουν οι άλλοι άνθρωποι, οι ενήλικες γονείς μιας οποιασδήποτε Ραφαέλλας.
Την λένε Ραφαέλλα. Δεν είναι καθόλου ντροπαλή. Με πλησιάζει αμέσως, με εμπιστεύεται με την πρώτη, μου δίνει το χέρι της, μου ανακοινώνει περήφανα τ΄όνομά της και τον τόπο καταγωγής της. Ο μπαμπάς της κάθεται στην άλλη άκρη του χώρου, δεν με κοιτά στα μάτια όταν μου μιλά, μασάει τις απαντήσεις του, φοβάται να μου πει ότι είναι μετανάστης, ότι είναι άστεγος, ότι είναι άνεργος.
Την λένε Ραφαέλλα. Με ρωτάει αν έχω καραμέλες στην τσέπη μου –έχω, αλλά είναι καραμέλες για το λαιμό και δεν τις αρέσουν, την καίνε, την ενοχλούν- όπως μας ενοχλεί να ξέρουμε ότι υπάρχει η μιζέρια και γυρίζουμε το βλέμμα αλλού. Με ρωτάει πού είναι ο δικός μου μπαμπάς, θρονιάζεται στην αγκαλιά μου, μου δείχνει το γδαρμένο της γόνατο, με γεμίζει αμηχανία. Οπως με γεμίζει αμηχανία η βουβή ερώτηση του πατέρα, που κρατάει το χαρτί της απέλασης στο χέρι και περιμένει να του εξηγήσω τι σημαίνουν οι μεγαλοπρεπείς σφραγίδες και οι μεγαλόσχημες υπογραφές.
Την λένε Ραφαέλλα. Η μαμά της έχει μείνει πίσω. Πίσω πού; Σ’ αυτές τις χώρες που μετακινούνται στον χάρτη, που μεταναστεύουν στις αποσκευές των πρώην κατοίκων τους. Σ’ αυτές τις περιοχές που βρίσκονται στο πίσω μέρος του μυαλού μας και εσκεμμένα δεν τις ανασύρουμε ποτέ από κει. Μου διηγείται πού κοιμήθηκαν χθες βράδυ, -σ’ ένα μέρος με πολλά δέντρα και πολλά φώτα, κι άλλους ανθρώπους, κι ήταν σαν μεγάλη γιορτή, αλλά είχε και πολύ φασαρία. Θέλω να την παρηγορήσω λέγοντάς της ότι έτσι είναι οι πλατείες της Αθήνας, ότι δεν ησυχάζουν ποτέ, αλλά σκέφτομαι ότι αυτή είναι μια χαζή απάντηση και απλώς σωπαίνω. Σκέφτομαι ότι θα μ’ ακούσει ο μπαμπάς της και θα χαμογελάσει πικρά. Ντρέπομαι και συνεχίζω να σωπαίνω.
Την λένε Ραφαέλλα. Νυστάζει και πεινάει. Φοράει ένα ροζ φανελάκι –πάντα τα κοριτσάκια φορούν κάτι ροζ,- γκρινιάζει λίγο, τρίβει τα μάτια της με κάτι μικροσκοπικές λερωμένες γροθιές, κοιτάζει προς την μεριά του μπαμπά της, ψάχνει την δεδομένη ασφάλεια και τη σιγουριά της, εκείνη που της έχουμε αρνηθεί όλοι εμείς οι χορτασμένοι από ύπνο και φαγητό. Ο μπαμπάς της έρχεται και την παίρνει από τα χέρια μου, την κρύβει στην αγκαλιά του, την προστατεύει από μένα, -όσο μπορεί, όσο του επιτρέπει ο δικός του μεγάλος φόβος- ζητάει συγνώμη που η μικρή με λέρωσε, ζητάει συγνώμη που είναι μετανάστης, άστεγος και άνεργος, ζητάει συγνώμη που με ξεβολεύει. Ζητάει μια βουβή συγνώμη, γέματη αξιοπρέπεια και περηφάνια. Ντρέπομαι και απλώς σωπαίνω.
Την λένε Ραφαέλλα. Πρέπει να συμπληρώσω την καρτέλα για να τους δεχτεί για λίγες μέρες ο ξενώνας. Δεν σηκώνω τα μάτια μου να την δω που κούρνιασε και λούφαξε σαν ζωάκι –τι να της πω άλλωστε για τον κόσμο που θα ξυπνήσει και θ’ αντικρύσει αύριο και που τον έχω φτιάξει ανάμεσα στους άλλους κι εγώ. Γεμίζω με γράμματα το έντυπο, με στοιχεία, με αριθμούς, με τόπους καταγωγής, με ημερομηνίες. Κι εκείνος μπροστά μου με το παιδί στην αγκαλιά, με τα μάτια να κοιτάνε κάτω, με άπειρη υπομονή –άλλωστε τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα έκανε για να φτάσει εδώ, τόσες χιλιάδες φορές βρέθηκε στην ίδια θέση του αδικούμενου, τόσες χιλιάδες φορές αγνοήθηκε, ποδοπατήθηκε, στοιβάχτηκε, παραμερίστηκε. Έχει συνηθίσει πιά.
Την λένε Ραφαέλλα και τα φωτεινά της μάτια έχουν βασιλέψει από ώρα, έχει συνηθίσει πια να κοιμάται νηστική, να αναχωρεί για την γειτονιά των ονείρων της μέσα στα φώτα και την φασαρία. Από ώρα ντρέπομαι και σωπαίνω. Από ώρα σκέφτομαι ότι είναι πολύ γλυκιά και ακριβή, όπως όλα τα παιδιά – όπως υπήρξαμε κι εμείς όλοι κάποτε και το ξεχάσαμε επιμελώς-. Από ώρα ο μπαμπάς της έχει κουραστεί κι έχει κάτσει στην άκρη του χώρου περιμένοντας. Έχουν συνηθίσει πια.Την λένε Ραφαέλλα, τον μπαμπά της τον λένε Ακο. Από ώρα τους κοιτάω κλεφτά και ντρέπομαι .
9 σχόλια:
Ωραίο κείμενο.Ντράπηκα κι εγώ μαζί σου.Για τη ζεστασιά των σπιτιών μας και για το ότι έχουμε πάντα φαγητό να μας περιμένει στο τραπέζι...
Σε πόσα ταμπλό κοριτσάκι; Δε θα σε προλαβαίνουμε...! ;-) Εξαιρετική...!
@adomiel
Ευχαριστώ.
Είναι ένα κομμάτι από το άλλο το βιβλίο που παιδεύω στο μυαλό μου.
Ιδωμεν.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου
και για την ανθρωπιά μου
όπως θα έλεγε κι ο Κώστας Βάρναλης. Συγκινητικό και βαθειά αληθινό κείμενο.
@εαρινή συμφωνία
Καλημέρα και καλή χρονιά.
Σας ευχαριστώ.
Μακάρι να μπορούσαμε να κάναμε κάτι πιο ουσιαστικό για αυτούς τους ανθρώπους από το να καταγράφουμε απλώς τα γεγονότα.
Αγαπητή maro_k
Τελικά κατάφερα μετά πολλών κόπων και βασάνων να επισκεφθώ το νεόδμητο ιστολόγιό σας.
Για να μην έρθω με άδεια χέρια, και απολογούμενος για την καθυστέρηση, σας φέρνω κι ένα μικρό ψηφιακό pet, ως δώρο.
Ελπίζω να το προσέχετε και να το αγαπάτε.
Σας εύχομαι "καλά ταξίδια" στην blogoσφαιρα, αν και δεν έχω καμία αμφιβολία γι' αυτό.
Ελπίζω να μας ταξιδεύετε συχνά, όπως ... μόνο εσείς μπορείτε.
Το post σας για τη Ραφαέλλα, πολύ με συγκίνησε.
Έτσι μου 'ρχεται να παρατήσω το γραφείο, και να πάρω τους δρόμους για να βρω τη μικρή Ραφαέλλα.
Να τη βρω και να την πάω βόλτα, να φάμε, να πάμε στο λούνα παρκ.
Να της πάρω παιχνίδια, να πάμε σινεμά κι όπου αλλού θέλει.
Να ζητήσω συγγνώμη από το μπαμπά της, για όλα όσα πέρασε.
Να του υποσχεθώ ότι από 'δω και πέρα θα πάνε όλα καλά...
Να....
Να .....
Κι επειδή όλοι ξέρουμε ότι τίποτα από τα παραπάνω τελικά δεν θα κάνω, ας συνεχίσω να ... ντρέπομαι μαζί σας, μέχρι να το ξεχάσω.
@alogaki
Καλώςτον κι ας άργησε.
Ευχαριστώ για την Λολίτα. Είναι εξαιρετική.
Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου.
Οσο για την Ραφαέλλα, δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε τίποτα πολύ ουσιαστικό.
Ισως αν μπορούσαμε να αφιερω΄σουμε κάποιες ώρες σαν εθελοντές σε κάποιες ΜΚΟ.
Και να πνίξουμε τον ρατσιμό μας των βολεμένων όσο περισσότερο μπορούμε.
Δημοσίευση σχολίου