

Και ο Φαύλος Κύκλος δεν έφευγε τώρα πια από το σπίτι, είχε θρονιαστεί μπροστά στο στο ψυγείο, είχε κάνει κατάληψη της τηλεφωνικής συσκευής και δεν έλεγε να ξεκολήσει. Πάνε πια οι σοκολάτες της απόλαυσης, πάνε και οι κρεμ καραμελέ της συμφιλίωσης, πάνε και τα απογευματινά παγωτά, πάνε και τα τηλεφωνήματα της καληνύχτας. Πάνε όλα. Και μαράζωνε η Φιλία και θόλωναν τα φωτεινά της μάτια. Κι όλο παρέα με μια άλλη κοπελίτσα με σκοτεινά μάτια και μαύρα μαλλιά, έκανε. Μια κοπελίτσα που αγαπούσε τις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες και τα σκονισμένα βιβλία ρομαντικών ποιητών, και που όλο έκλαιγε. Μια κοπελίτσα που την έλεγαν Θλίψη. Μια μέρα λοιπόν ο μπαμπάς και η μαμά πολύ θύμωσαν ο ένας με τον άλλο, και βγήκαν από το συρτάρι όπου βρίσκονταν κρυμένα τα μαχαίρια της χυδαιότητας και τα περίστροφα της σκληρότητας κι άρχισε ο πόλεμος. Κι έγινε το σπίτι πεδίο μάχης. Κι έσπαγαν οι παλιές πορσελάνινες αναμνήσεις και μουτζουρώνονταν τα ήρεμα βράδια της χαλάρωσης και του χαζέματος, και σκιζόταν σε μικρά κομματάκια τα ακριβά υφάσματα της αγάπης και της τρυφερότητας, και σφύριζαν μέσα στο σαλόνι τα πικρά λόγια της προσβολής, και έσκαγαν σαν βαρελότα τα κακά παράπονα. Και γενικά γινόταν ο χαμός. Κι έπρεπε να παρθεί μια απόφαση. Μια απόφαση οριστική και αμετάκλητη. Σ’ αυτό το σπίτι δεν χώραγαν όλοι. Ετσι πήρε η μαμά τον Φαύλο Κύκλο και ο μπαμπάς την Φιλία και τράβηξαν ο καθένας τον δρόμο του. Ομως το κοριτσάκι με τα φωτεινά μάτια ήταν πια πολύ δυστυχισμένο. Ότι κι αν έκανε η θλίψη, η Φιλία δεν χαμογελούσε ποτέ πια, και οι χαρταετοί με τις ζωηρόχρωμες ουρές δεν μπορούσαν πια να σηκωθούν και να πετάξουν. Κι οι βροχερές μέρες έμπαιναν συνέχεια στην καρδιά της και της έκαναν μούσκεμα τα μάτια. Πάει και η καριέρα στο τσίρκο, πάει και ο γύρος του κόσμου και οι ευτυχισμένοι άνθρωποι και τα κόκκινα χορευτικά παπούτσια και οι αριστοτεχνικές φιγούρες πάνω στο τεντωμένο σκοινί. Το μεγάλο, το φοβερό και τρομερό μυστικό όμως, εκείνο που χρωμάτιζε με μαύρο μελάνι τις μέρες της Φιλίας, της το είπε ο αρχικλόουν του τσίρκου μια μέρα που εκείνη πήγε να τον δεί. Της είπε λοιπόν ότι αυτή, η Φιλία, και ο Φαύλος Κύκλος ήταν δίδυμοι πλανήτες, δίδυμα Φεγγάρια που λένε, και είχαν τον ίδιο Ηλιο. Τώρα λοιπόν που ο Φαύλος Κύκλος μετανάστευσε σε άλλο ουρανό, και η Φιλία σε άλλο, ο Ηλιος τους συρρικνώθηκε κι έσβησε, και δεν μπορούν πια να εμφανίζονται οι φωτογραφίες των ευτυχισμένων ανθρώπων στον σκοτεινό θάλαμο και να πηγαίνουν βόλτα στην θάλασσα. Της είπε λοιπόν ο αρχικλόουν ότι έπρεπε να το πάρει απόφαση και να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό. Ηταν ένα απόγευμα Παρασκευής. Μιας Παρασκευής του χειμώνα, όταν ανέβηκε λοιπόν η Φιλία στην ταράτσα του ουρανοξύστη της γειτονιάς της, κόλησε στους ώμους ασπρόμαυρες σαίτες που είχε φτιάξει από τις σελίδες των βιβλίων των αγαπημένων της ποιητών, έβαλε τα μαύρα της γυαλιά σε σχήμα πεταλούδας, κάθησε άκρη-άκρη στο κάγκελο και περίμενε τον άνεμο νάρθει και να την πάρει. Και ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή από την άλλη άκρη της ταράτσας. Ηταν ο Φαύλος Κύκλος που εμφανίστηκε από το πουθενά και φώναζε μέχρι που κουράστηκαν τα πνευμόνια του. «Αστο πάνω μου! Αστο πάνω μου! Αστω πάνω μου!». Η Φιλία δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει. Τι να αφήσει επάνω του; Ετσι κι αλλιώς εκείνη δεν είχε κανένα έλεγχο ποτέ. Ολα τα άφηνε πάνω στους άλλους. Κι όταν εκείνοι έφευγαν τα έπαιρναν όλα μαζί τους. Κι ο Ηλιος βασίλευε και η Παρασκευή περνούσε σιγά-σιγά και ο Φαύλος Κύκλος φώναζε από την άλλη άκρη της ταράτσας, αλλά δεν ερχόταν και πιο κοντά της. Κι ύστερα ήρθε ο άνεμος. Φύσηξε ξαφνικά μια ριψοκίνδυνη ριπή αέρα και οι σαίτες από τα αγαπημένα ποιήματα απογειώθηκαν και την πήραν μαζί τους. Τώρα πια μόνον οι ποιητές των αγαπημένων ποιημάτων την βλέπουν καμιά φορά στους πιο τρελούς τους εφιάλτες.