Εκείνος : - Νομίζεις ότι γυρίζοντας πίσω θα ξαναπιάσεις τον μίτο από κει που τον άφησες κοριτσάκι ;
Είσαι γελασμένη. Ολα εδώ ήρθαν τούμπα. Τα κουβάρια μας μπερδεύτηκαν από την στιγμή που ανακάλυψα τα αποτυπώματα της εφηβικής σου σάρκας στο μυαλό μου.
Γι αυτό μη μου ζητάς τώρα να σ’ αφήσω να διαλύσεις τα σεντόνια αυτού του μύθου αβασάνιστα.
Τα σεντόνια άσπριζαν , απλωμένα σε παράταξη στην αυλή . Κρεμόταν το ένα δίπλα στο άλλο σε απόλυτη τάξη. Ο αέρας τρύπωνε ανάμεσα τους κι έκανε την επιφάνεια τους να αναριγά. Οι άκρες τους σηκωνόντουσαν, ζάρωναν τα σεντόνια και μαζεύονταν σε κουβάρια πάνω στα σχοινιά της αυλής.
Δυνάμωνε η μανία του αέρα, όλο και περισσότερο, λες και μπορούσε να παρασύρει , να εξαφανίσει τα σημάδια της νύχτας. Λες και ο ήλιος μπορούσε να λευκάνει τ’ απομεινάρια των κορμιών που είχαν στραγγίξει τους χυμούς τους πάνω τους. Μπερδεύονταν τα σεντόνια , και στις πτυχές τους κρύβονταν ανάσες γρήγορες , σταλαγματιές ιδρώτα, λέξεις που πνίγηκαν στα μαξιλάρια, πόθοι, ηδονές, ψέματα, όνειρα και αλήθειες.
Εκείνη : - Πάντα έχει άπνοια τέτοια εποχή.
Εκείνος : - Mην προσπαθείς να κρατηθείς από την πρώτη σου εντύπωση. Από την εικόνα του ευγενικού αγνώστου που εισέβαλε στην ζωή σας. Μην προσπαθείς να ξεχάσεις τα κατοπινά. Ο ωραίος λύκος πάντα παραμονεύει να σε στριμώξει στην γωνία. Ακόμα κι όταν σέρνει τα πόδια του. Κι ας πίστευες ότι σ’ εκείνη την γιορτή τα μάτια μου ήταν προσηλωμένα αλλού.....
Εσένα μωρό μου , κατασκόπευα όλη την ώρα.
Εσένα που γύριζες σαν την σβούρα και στριμωχνόσουνα ανάμεσα στα τραπέζια . Εσύ μόνον υπήρχες στην σάλα. Και όσο κατέβαινε ο ιδρώτας στην πλάτη σου , τόσο βουτούσε ο καταραμένος πόθος χαμηλά στην κοιλιά μου.
H σάλα ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Πρόσωπα οικεία και ξένα. Χαμόγελα πλατιά. Καπνός που ανέβαινε στο ταβάνι. Κρασί που κυλούσε από τα ποτήρια στις φλέβες.
Κι ο ήχος μιας μουσικής ξεσηκωτικής που συνέπαιρνε τις αισθήσεις κι απογείωνε τα βλέμματα. Και μια γυναικεία φιγούρα μέσα στην μέση, που χόρευε σ’ έναν ρυθμό γρήγορο , εξοντωτικό, απόκοσμο. Μια γυναικεία μέση που λικνιζόταν , δυό λαγόνες που σείονταν ηδονικά, δυο μάτια που ταξίδευαν , δυο χείλη που μισάνοιγαν ερεθιστικά. Κι όλα αυτά μόνον για κείνον, τον ξένο, τον άνδρα που ήρθε από τον σκονισμένο δρόμο. Κι όλα αυτά μόνο για τον κάνει την κοιτάζει. Για να τον προσκαλέσει σε μια άβυσσο.
Η γυναίκα έκλεινε τα μάτια της , πέρναγε την γλώσσα πάνω από τα χείλη της και χόρευε αποκλειστικά και μόνο για τα δικά του μάτια. Γινόταν η δική του φαντασίωση του. Και ο ρυθμός τρελός, αγχωτικός, οδηγούσε το κορμί της σ’ έναν οργασμό που δεν ερχόταν. Σ’ έναν οργασμό που τον κρατούσε για κάποιες άλλες στιγμές.
Κι υπήρχε στην σάλα κι ένα κορμάκι εφηβικό, που πηγαινοερχόταν ανάμεσα από τα τραπέζια και γύρευε αφορμή για να βρεθεί κοντά στον ξένο που ήρθε από το πουθενά, έψαχνε να σκοντάφτει στα πόδια του, να περνάει από μπροστά του, να του τραβάει την προσοχή, να στριμώχνεται δίπλα του. Ηταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια , ένας ιδρωμένος αγώνας δρόμου.
Κι εκείνος αδιάφορος , προσηλωμένος στην γυναίκα που χόρευε .
Εκείνος: - Και κάθε φορά που άκουγα την κούνια να τρίζει έξω από το παράθυρο των ερώτων, περίμενα εσένα, να σε δω να με καρφώνεις λαίμαργα, κι ύστερα να χάνεσαι. Κι εγώ μάτωνα τα χείλη μου σε ξένη σάρκα. Και κάθε φορά περίμενα για ν’ ακούσω το τρίξιμο να μου τριβελίζει το μυαλό . Περίμενα να δω την ματιά σου να με κοιτάζει , γεμάτη αφόρητη ζήλια.
Από το παράθυρο που έβλεπε στην πίσω αυλή, από τα μισάνοιχτα φύλλα του, έμπαινε ο τριγμός της ξύλινης κούνιας, έτσι όπως την παράσερνε ο αέρας, κι εκείνη αιωρούνταν , άδεια χωρίς καβαλάρη.
Ασκοπα, χωρίς προορισμό. Ο ήλιος του απομεσήμερου που τρύπωνε από τις γρίλιες , μεγάλωνε τις σκιές στο δωμάτιο της γυναίκας. Την ώρα που εκείνος έψαχνε τα μονοπάτια του κορμιού της , είχε στ’ αυτιά του το τρίξιμο της κούνιας.
Ενα τρίξιμο που ανακατευόταν με τους ψίθυρους της. Κι ενώ οι ανάσες τους ανέβαιναν την ανηφόρα της ηδονής , εκείνος ξεχώριζε τον ήχο από τα σχοινιά που τρίβονταν πάνω στο κλαδί. Κι έψαχνε ν’ ακούσει την λαχανιασμένη πνοή από το εφηβικό στήθος να παραμονεύει πίσω από τα μισόκλειστα πορτοπαράθυρα.
Κι όσο το λαχάνιασμα τον πλησίαζε, τόσο εκείνος χανόταν σε δρόμους πρωτόγνωρους. Σε μονοπάτια πρωτοπερπάτητα . Κι έφευγαν οι ώρες και ξέσπαγε την λαχτάρα του στα χείλη της γυναίκας, προσπαθώντας να γευτεί το άρωμα μιας έφηβης.
Κι ερχόταν πάλι το τρίξιμο να δώσει κορμί στους πόθους του και τύψεις στο μυαλό του.
Εκείνη : - Υπάρχει ακόμα αυτό το σαράβαλο ;
Εκείνος : - Σ’ έψαχνα πίσω από τις χαραμάδες της πόρτας να παραμονεύεις την ώρα των πόθων . Αναζητούσα να νιώσω το βλέμμα σου αχόρταγο να ταξιδεύει πάνω μου. Τα μάτια σου διψασμένα. Το χαμόγελο σου πυρετικό, σαρκαστικό.
Σε λαχταρούσα, και καταριόμουνα το πάθος μου. Κι έπεφτα με μανία πάνω σε ξένο κορμί, μωρό μου, γυρεύοντας στην σιωπή να εκβιάσω μια δική σου κραυγή ηδονής.
Ενιωσε πάνω του το βλέμμα της, ένιωσε την παρουσία της μέσα στο δωμάτιο. Υποψιάστηκε τις ανάσες της, κολλημένες, πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου και η λαχτάρα του θέριεψε. Το αίμα χτύπησε στα μηνίγγια του και τα δάχτυλα του έσφιξαν την μαλακιά σάρκα της γυναίκας που ίδρωνε πάνω του. Τα μαλλιά της γυναίκας έπεφταν στο πρόσωπο τουκαι του έκλειναν το οπτικό πεδίο. Ομως μάντευε την παρουσία της μικρής. Μια παρουσία που εκείνη την έσερνε χιλιοστό-χιλιοστό , όλο και πιο μέσα, όλο και πιο κοντά του.
Κι ήθελε να ανασηκωθεί, ν’ αντικρίσει τα μάτια της που τον εξέταζαν επίμονα. Αλλά μάταια. Βυθιζόταν όλο και πιο πολύ σε μια κινούμενη άμμο από απελπισία και ηδονή. Και γαντζωνόταν σε ξένες σάρκες , κι αγωνιζόταν να τραβηχτεί στην επιφάνεια, και μάτωναν τα χείλια του, κι έπνιγε τις κραυγές του. Κι ήταν η επιβεβλημένη σιωπή πιο βαριά κάθε φορά που προσπαθούσε να αφουγκραστεί τα βήματα εκείνης να πλησιάζουν την πόρτα των ερώτων.
Εκείνος : - Επεφτα και ξανασηκωνόμουν . Γύριζα σαν τρελός μέσα στο σπίτι. Ψηλαφούσα με τις παλάμες μου ανοιχτές ότι είχε σηκώσει το βάρος σου. Οτι κρατούσε την μυρωδιά σου. Και τα σωθικά μου ξεσκίζονταν από τους κρυμμένους πυρετούς.
Τριγύριζε στα άδεια δωμάτια , αναζητώντας τα σημάδια της παρουσίας της. Εμπαινε στο νεανικό της δωμάτιο. Ψηλαφούσε το άδειο της κρεβάτι. Κοίταζε τις φωτογραφίες στο οικογενειακό άλμπουμ.
Κοιτάζονταν στους καθρέφτες κι ανακάλυπτε τον χρόνο να περπατάει πάνω του. Εβλεπε τις ρυτίδες να μαζεύονται στις ΄άκρες του στόματος του . Τα κιλά να συσσωρεύονται γύρω από την μέση του. Τα μαλλιά του ν’ ασπρίζουν στους κροτάφους.
Κι εκείνη έμενε πάντα κοριτσάκι στα δώδεκα, μέσα στις μνήμες του.
Εκείνος γινόταν από ξένος , άνθρωπος πια του σπιτιού.
Εκείνη δεν έμενε πια μαζί τους. Οι απουσίες της μακρινές , επίπονες. Τα νέα της λακωνικά.
Και η γυναίκα , μεγάλωνε κι εκείνη δίπλα του , και τον τύλιγε σε μια αγάπη γλυκερή και ήρεμη.
Εκείνη : - Πάχυνες, ή μου φαίνεται;
Εκείνος : - Κι ύστερα σε ξέχναγα και πάλι ξαναθυμόμουνα βασανιστικά την μοναδική φορά που δείλιασα να σε τρυγήσω. Την φορά που ίσα-ίσα δοκίμασα την γεύση σου και δάγκωσα την γλώσσα μου μετά.
Και γινόμουν έξαλλος μαζί σου, κοριτσάκι, που τόλμησες ν’ αμφισβητήσεις την απόλυτη κυριαρχία μου. Και βυθιζόμουνα σε μια άβυσσο λύσσας που δεν σε πρόλαβα να σε ζυγίσω στα χέρια μου. Κι ας πλήρωνα το τίμημα.
Νομίζεις πώς θ’ αλλάξεις το σώμα του εγκλήματος στις ονειρώξεις μου , μωρό μου; Είσαι γελασμένη.
Στριφογύριζε ανήσυχος στο κρεβάτι του. Ο ύπνος του βαρύς και ταραγμένος . Και μέσα από την κοιλάδα των ονείρων του ένιωσε μια παρουσία. Μύρισε εκείνο το άρωμα που αναζητούσε απεγνωσμένα στον ξύπνιο. Το ανεκπλήρωτο ήταν εκεί . δίπλα του , στην άκρη του κρεβατιού του και περίμενε.
Αναδεύτηκε μέσα στα σεντόνια. Απλωσε τα χέρια του ν’ αγγίξει την φαντασίωση του . Βύθισε το πρόσωπο του στον κόρφο της , για να ρουφήξει τους χυμούς που του προσφέρονταν. Μπέρδεψε τα μέλη του με τα δικά της. Κι ετοιμάστηκε να πέσει μαζί της στο πηγάδι της ηδονής. Να ξεδιψάσει επιτέλους την κολασμένη δίψα του. Να γκρεμιστεί στα βάραθρα της ανυπαρξίας.
Κι άνοιξε τα μάτια του να διώξει τον εφιάλτη που τον επισκέπτοταν ξανά, κι αντίκρισε τα μάτια εκείνης απέναντι από το πρόσωπο του , να τον κοιτάζουν επίμονα. Και τότε ο τρόμος του ΄κόψε την αναπνοή.
Ο ήχος από το χαστούκι ακούστηκε παράταιρος μέσα στο δωμάτιο κι ύστερα το μόνο που του απέμεινε ήταν ένας θυμός χωρίς τελειωμό και τα δάκρυα που αυλάκωναν το εφηβικό της πρόσωπο.
Εκείνη : - Παντρευτήκατε;
Εκείνος : - Τα προσχήματα δεν θα μας σώσουν , κοριτσάκι. Ο εφιάλτης κρατάει πάντα τις ίδιες ηδονές.
Μπορείς να φύγεις ή να μείνεις. Εγώ θα είμαι πάντα εδώ. Στην απέναντι όχθη. Μαζί με τους κολασμένους. Να τρώω τις σάρκες μου. Να γλύφω τις πληγές μου.
Δεν μ’ ενδιαφέρει πια το τέλος της ιστορίας. Τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει τους μύθους μου.
«ΣΤΟΠ».
Το κινηματογραφικό συνεργείο ήταν έτοιμο να ξαναξεκινήσει το γύρισμα.
Οι κάμερες είχαν πάρει την θέση τους.
Τα φώτα ήταν αναμμένα.
Το μπουμ κρεμασμένο πάνω από τους ηθοποιούς.
Η κλακέτα έγραφε : Σκηνή 34, λήψη 4.
Ο άντρας πατημένα τα σαράντα , με μια γοητεία που πλανιόταν στον αέρα.
Κι η κοπέλα απέναντι του, νέα, δροσερή , με μια παιδικότητα στο βλέμμα.
Ο σκηνοθέτης εξέτασε το κάδρο του για τελευταία φορά μέσα από το βιζέρ..............
- « Μοτέρ, πάμε».
12 σχόλια:
Η ζωή μας σινεμά ε; μόλις μου ήρθε μια καταπληκτική ιδέα...! ;-)
Καλημέρα...
Υ.Γ. περιττεύει πλέον αλλά... έξοχο! :-)
Καλημέρα.
Χαίρομαι που σε ενέπνευσα.
Φιλιά
Συγνώμη για την "αιρετική" μου άποψη, αλλά το συγκεκριμένο κείμενο έχει έναν αέρα από "ΑΡΛΕΚΙΝ - ιστοριούλες αγάπης".
Θα προτιμούσα κάτι πιο συγκεκριμένο και πιο "δεμένο" με λιγότερους διαλόγους και πιο σύντομο.
Γειά σου maro_k.
Μεχρι τώρα έπαιζα μόνο με την τη Lolita και την τάιζα. Αλλά λέω, τι στο καλό, γαιτί να μη ρίξω μια ματιά στα γυρίσματα.
Άλλα μάγια, εδώ στο πλατώ.
:Ο)
@redpunkt
Καλησπέρα.
Μπορεί και να είναι. Το έγραψα την εποχή που διάβαζα τις "Ιστορίες της Εύα Λούνα".
@simon.
Τώρα αν θέλεις το πιστευέιςκ ι εγώ μια μαύρη γάτα που την φωνάζω Λολίτα.
Aνατομία στ'ανθρώπινα πάθη. Καρέ-καρέ !
Χι,χι. Σε πιστεύω.
Με τη δική σου τη Λολίτα έπαιζα (τη virtual). Αυτή στο καλαθάκι από το virtual lab.
:Ο)
@ceasar
Aγαπητέ φίλε, μπορεί τα ανθρώπινα πάθη να είναι μια προβολή κάποιας δικιάς μας ιστορίας, ή κάποιας δικιάς μας εμμονής.
@simon
Ουπς!
Τώρα μεγάλε την πατήσαμε.
Καλά να πάθω!
Πολύ παρατηρητικός
καλημερα Μάρω!
Από χθες το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω... τι να πω; Μου αρέσει .. ναι! Η εναλλαγή διαλόγων- περιγραφών- η ιδέα του πλάνου... ελπίζω να μην είναι από αυτά που απέρριψε η "ακατανόμαστη";;;
φιλώ σε :)
Τρομερή ιδέα το σινεμα μέσα στη ζωή κ η ζωή μέσα στο σινεμά. Πολύ καλό κείμενο.
@kyriayf
Kαλησπέρα.
Ναι ήταν κι αυ΄το μέσα στα μεταξεταστέα διηγήματα.
Είναι λίγο ροζ βέβαια.
Αλλά τι να κάνουμε
@zoi20
Κυρία μου σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
Φταεί η πετριά μου με το σινεμά για αυτό το πόνημα
Καλημέρα,
κι εγώ βρήκα απολαυστική την εναλλαγή, είμαι όμως περίεργη για τις πηγές σου σχετικά με το πως αισθάνεται ένας άνδρας σε μια τέτοια κατάσταση? Ψυχολογία, διηγήσεις ...?
Δημοσίευση σχολίου