Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι. Οπως όλα τα παραμύθια του κόσμου, έτσι κι αυτό είχε αρχή, μέση κι ευτυχισμένο τέλος. Οπως όλα τα παραμύθια του κόσμου έτσι κι αυτό είχε σαφή διαχωρισμό των καλών από τους κακούς, είχε οπωσδήποτε διδακτικό σκοπό και χρησιμοποιούσε τις παρομοιώσεις και τις αλληγορίες για να πετύχει τον υψηλό του στόχο.
Ηταν λοιπόν ένα παραμύθι που ασχολιόταν με τα έργα και τις ημέρες μιας γάτας, μιας γάτας που φορούσε κόκκινα πουκάμισα και που τα μάτια της άλλαζαν χρώμα κάθε πανσέληνο (μόνο που σ’ εκείνο το μέρος η πανσέληνος άλλαζε κάθε μερικά χρόνια). Και που λέτε καθόταν το παραμύθι ωραία και καλά δίπλα στα τζάκια και ξετύλιγε τις ιστορίες της γάτας, κι όλοι θαύμαζαν και απορούσαν και ρωτούσαν για την συναρπαστική συνέχεια και τα μικρά παιδιά έβλεπαν όνειρα με γάτες και χρώματα, και στο τέλος πάντα η γάτα γύριζε πίσω στο μεγάλο σπίτι με τα πορτοκαλί παράθυρα και τις πράσινες πόρτες, κι όλοι ζούσαν για μερικές, για κάποιες απειροελάχιστες στιγμές ευτυχισμένοι και ήρεμοι. Και περνούσαν οι εποχές, οι αιώνες, οι ώρες. Κι έρχονταν κι έφευγαν οι πανσέληνοι, και μεγάλωναν τα παιδάκια κι έδιναν την θέση τους σε άλλα παιδάκια, και άλλαζε η γεωγραφία του κόσμου, και οι χώρες και οι λαοί άλλαζαν ονόματα και σύνορα, και μόνο το παραμύθι μας δεν πολυενδιαφερόταν για το γινόταν έξω. Μιας που νόμιζε ότι όλη η Μεγάλη Ζωή χωρούσε στην ιστορία της γάτας του. Μέχρι που το πουκάμισο πάλιωσε, ξεθώριασε το άλικο του χρώμα και γέμισε τρύπες, και τα μουστάκια της γάτας άσπρισαν, κι άρχισε να έχει συμπτώματα γεροντικής άνοιας, και της ήταν όλο και δυσκολότερο να βρίσκει τον δρόμο του νόστου.
Και το παραμύθι κουράστηκε κάθε φορά να εφευρίσκει και πιο έξυπνες ατάκες για να ξεγελά τα παιδιά της νέας εποχής, και τα σπίτια είχαν πια τα τζάκια τους μόνο διακοσμητικά μαζί με τις ιδεολογίες και τα ιδανικά τους, και οι άνθρωποι γίνονταν ολοένα και πιο δύσπιστοι στα παραμύθια με ευτυχισμένο τέλος, και δεν τους ξεγελούσε κανείς εύκολα.
Κι ήταν κι εκείνο το χαμόγελο που ήταν πια τόσο ακριβό έξω στην πιάτσα, και το παραμύθι είχε βαρεθεί να το εκβιάζει και να το ζητιανεύει, κι ήταν βλέπετε κι αυτή η γάτα που όλο και περισσότερο γερνούσε και κανείς πια δεν πίστευε ότι μια γάτα μπορεί να μιλάει. Πόσο μάλλον μια μαύρη γάτα με ξεβαμένο πουκάμισο!
Κι έτσι την πήρε την ριζοσπαστική απόφαση το παραμύθι. Τέρμα η γάτα και οι περιπέτειες της, τέρμα το μέρος όπου είχαν πανσέληνο κάθε μερικά χρόνια, τέρμα και το μεγάλο σπίτι. Τέρμα πια τα ψέματα και τα happy ends, τέρμα και τα σπουδαία λόγια και τα διδάγματα και οι σοφές κουβέντες. Τέρμα τα πλούσια χαμόγελα και τα δωρεάν πολύχρωμα όνειρα.
Η γάτα είχε φθάσει πια σε ηλικία απόσυρσης, οι άνθρωποι είχαν πια κλειστά τ’ αυτιά τους στα γαργαριστά λόγια του παραμυθιού κι άκουγαν μόνο τα μηνύματα από τα τηλέφωνα και τους ήχους της πόλης, και τα παιδιά αδιαφορούσαν για τις ιστορίες με γάτες και προτιμούσαν τα έξυπνα παιχνίδια τους.
Βρήκε λοιπόν το παραμύθι τον τελευταίο πρόθυμο ακροατή του, εμένα, κι έκατσε για να απλώσει στα πόδια μου, για τελευταία φορά τις ψηφίδες μιας γοητευτικής ιστορίας γεμάτης δράκους και δάση, και κλάματα και γέλια, και θάλασσες και πειρατές, και καλούς και κακούς.
Ηταν μια φορά κι έναν καιρό μια γάτα που φορούσε κατακόκκινο πουκάμισο και ζούσε σε μια χώρα όπου είχε πανσέληνο κάθε μερικά χρόνια. Και κάθε φορά που είχε πανσέληνο τα μάτια της γάτας άλλαζαν χρώμα, κι έβλεπε τον κόσμο γύρω της αλλιώς, με διαφορετικά χρώματα. Ηταν λοιπόν εκείνη την εποχή η σειρά να γίνουν τα μάτια της γαλάζια. Ετσι τάβλεπε όλα γαλανά. Ακόμα και τις μαύρες πατούσες της που ξεπρόβαλλαν προκλητικά κάτω από το κόκκινο πουκάμισο, γαλανές τις θεωρούσε. Κι έμενε αυτή η γάτα σ’ ένα ψηλό σπίτι με σκιερά μπαλκόνια, δροσερές αυλές, φωτεινούς ανθρώπους και διασκεδαστική ζωή. Ομως μια μέρα της γαλάζιας αυτής περιόδου, η γάτα μας ερωτεύτηκε ένα γαλάζιο κοράκι. Μάλιστα ένα κοράκι, πανέμορφο, με γυαλιστερά φτερά, γυαλιστερά μάτια, μακρυά νύχια και διαπεραστική φωνή. Μόνο που το κοράκι ήταν κατάμαυρο. Και μέσα κι έξω. Και στην καρδιά και στην θωριά. Αλλά η γάτα βλέπετε το είδε γαλανό και το αγάπησε με την πρώτη ματιά [...].
Κι ένα ωραίο πρωί το κοράκι άνοιξε τα φτερά του και πέταξε γι’ άλλα μέρη, κι έτρεξε ξοπίσω του κι η γάτα [...].
Και κύλαγε η διήγηση, και μούλεγε το παραμύθι για τις περιπέτειες μιας ερωτευμένης γάτας που κυνηγούσε ένα άπιαστο κι ανελέητο κοράκι, και κύλαγαν οι λέξεις σαν το νεράκι, κι έκλαιγα εγώ κάθε φορά που στο παρά πέντε δεν άνθιζε αυτή η αγάπη. Και προχωρούσαν οι προτάσεις και σφιγγόταν η καρδιά μου κάθε φορά που η γάτα έχανε το δρόμο του γυρισμού, κι απελπιζόμουν με τους κακούς νάνους και τις μοχθηρές νυφίτσες κι ανακουφιζόμουν με τα συμπαθητικά σαλιγκάρια και τις καλές νεράιδες. Και κύλαγαν οι λέξεις, προχωρούσαν οι προτάσεις, πέρναγαν οι μέρες κι έπρεπε να τελειώσει κάποτε κι αυτό το παραμύθι.
[...] Και γέρασε η γάτα, είχε χάσει πια και τα ίχνη από το γαλανό κοράκι, είχε αλλάξει κι η πανσέληνος κι έβλεπε τώρα πια τα πάντα μαύρα, ακόμα και τις πατούσες της που είχαν ασπρίσει από την σκόνη των δρόμων και την ηλικία, κατάμαυρες τις έβλεπε. Είχε χάσει τόσες φορές το δρόμο για το μεγάλο σπίτι που πίστευε ότι εκείνες οι ξένοιαστες περίοδοι ήταν ένα απλό όνειρο. Πήγε λοιπόν και βρήκε ένα παλιό παγκάκι σε μια καινούργια πόλη, σ΄ένα καινούργιο πλαστικό πάρκο, γεμάτο βιαστικούς ανθρώπους και περιποιημένα σκυλιά με κολάρα, έβγαλε το πάλαι ποτέ κόκκινο πουκάμισο, το έκανε μαξιλάρι της και κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε για να ξυπνήσει σε καλύτερες εποχές. Ετσι είπε το παραμύθι, κι εκεί ακριβώς του τελείωσαν οι λέξεις. Κι ένιωσε ξαλαφρωμένο το παραμύθι που επιτέλους απαλλάχτηκε από το βάρος του ευτυχισμένου τέλους και της ατέρμονης εξιστόρησης κι άρχισε σιγά σιγά να εξαϋλώνεται και να απορροφάται από το φως.
Κι έμεινα εγώ μην ξέροντας τι να τα κάνω τα λόγια του παραμυθιού, μη ξέροντας σε ποια γωνίτσα του μυαλού μου να τις κρεμάσω τις αναμνήσεις, μη ξέροντας αν θάπρεπε να κλαίω ή να χαμογελάω. Κι έμεινα μόνη μου ύστερα από ώρες, από μέρες, από εποχές, χωρίς να ξέρω αν θάπρεπε να είμαι ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη που ένα παραμύθι χάθηκε μέσα στη Μεγάλη Ζωή, έμεινα μόνη μου μην ξέροντας αν θάπρεπε να περιμένω ένα ακόμα παραμύθι ή θάπρεπε να συνεχίσω χωρίς αυτά.
Κι ήταν εκείνη τη στιγμή που η γάτα μου – η δική μου η μαύρη γάτα, η Λολίτα- έκανε την εμφάνιση της στο δωμάτιο, αυτοκρατορική, αγέρωχη, αδιάφορη πήγε και θρονιάστηκε στην αγαπημένη της καρέκλα έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να ονειρεύεται γαλανά κοράκια. Και ο μήνας είχε εννιά.
12 σχόλια:
Μπράβο!!!!
τι να πρωτοπώ...
"χαθηκα"...
υπέροχο...
:)))
Είσαι πολύ καλή συγγραφέας!Χαίρομαι να σε διαβάζω!
@kyriayf & dawkinson.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά υπερβάλλετε.
Κατά βάθος ένα απλό ψώνιο είμαι, που αναζητά κοινό για να το αποθεώσει.
Πάντως έτσι κι αλλιώς, thanks a lot!!!!!!!!!!!
@kyriayf - dawkinson
Φυσικά το ανωτέρω σχόλιο είναι άκρως αυτοσαρκαστικό.
Ελπίζω να διαβάζεται ως τέτοιο.
Κια μόν που μπαίνετε στο κόπο να διαβάζετε τα πονήματα μου, αυτό με τιμά.
Μου άρεσε κι εμένα πολύ το παραμύθι!Και μη λες ότι δεν έχεις τι να κάνεις τα λόγια του παραμυθιού,πού ξέρεις;,μπορεί κάποιους να βοηθάς με αυτά τα λόγια και να μην το ξέρεις ακόμα.
Πες μου δυό λόγια για τη γάτα σου,Λολίτα.'Εχω μια αδυναμία στις γάτες,να το πω...
Εμένα ποτέ δε μου είπες ότι σε τιμώ...! :-(
Δεν ξέρω αν φαίνεται αλλά σήμερα βγάζω την αηδιαστική και ανασφάλιστη -εδώ και δυο μέρες, οδηγώ ημιπαράνομα, αφού έχασα το ραντεβού με τον courrier :-p- πλευρά μου...! ;-)
Για δες το mail σου... κάτι σου 'χω...
Φιλιά...
@adomiel
Kαλημέρα σας κυρία μου.
Το mail που στέλνεις είναι του γραφείου, στείλτο στο σπίτι.
Οσο για το τιμώ, μωρέ συμψώνιο μου αφού εσύ με ξέρεις και με καταλαβαίνεις!
Για τα υπόλοιπα χριστό δεν κατάλαβα τις θέλεις να πεις.
Φιλάκια
άκουσα πααγκάκι και κόπιασα :-)
πολύχρωμο το κουβάρι που μα ξετύλιξες Μάρω. Και πολύ προσωπικό αλλά και προσεγμένο το γράψιμό σου.
Στην δεύτερη ανάγνωση είσαι και άλλα,
πάω γαι την τρίτη :-)
Αγαπητέ μου φίλε Στέφανε,
Σας ευχαριστώ παρα πολυ.
Κοκκινίζω διαδιακτυακά.
Ένα παραμύθι με πρωταγωνιστή ένα παραμύθι, που έχει ως κεντρικό χαρακτήρα μία γάτα... Καταπληκτικό εύρημα.
Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι, οι οποίοι ζουν ακολουθώντας τους μύθους τους. Απ' όσο μπορώ να καταλάβω μέσα από τα γραπτά σου, είσαι ένας από αυτούς.
@3parties
Σας ευχαριστώ για την υποστήριξη.
Η αλήθεια είναι ότι ακολουθώ ότι μου γυαλίσει.
Κι ενίοτε τρώω και μεγάλες τούμπες.
Και μένα μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το παραμύθι! Τέλειο!...
Δημοσίευση σχολίου