- «Θέλω να με παντρευτείς».
Το στιλέτο πέρασε χιλιοστά δίπλα από το αριστερό της μάγουλο για να καρφωθεί στην ξύλινη πόρτα πίσω της.
Την κοίταξε έκπληκτος και θυμωμένος. Του χάλαγε την αυτοσυγκέντρωση με την στριγκή , διαπεραστική φωνή της. Την έβλεπε να ισορροπεί στο ένα της πόδι , ακουμπώντας ελαφρά στην παλιά , γεμάτη σκλήθρες , ξύλινη πόρτα που είχαν κρεμάσει από το ταβάνι.
Τον παρατηρούσε ατάραχη. Μ΄ ένα άτονο , κουρασμένο βλέμμα.
- «Δεν είναι ώρα για τέτοιες κουβέντες κούκλα μου. Έχουμε προπόνηση. Γι αυτό στήσου και σκάσε.»
Ζύγισε το στιλέτο στο αριστερό του χέρι κι ετοιμάστηκε.
- «Θέλω να με παντρευτείς».
Αυτή την φορά το στιλέτο χτύπησε στο μεταλλικό πόμολο της πόρτας κι έπεσε κάτω με θόρυβο.
Το ύφος ήταν το ίδιο. Μια κουρασμένη , ανέκφραστη μάσκα το πρόσωπό της. Τα μάτια της άδεια, άχρωμα, αγέλαστα, νερένια.
Μόνο μία τούφα κόκκινα μαλλιά ξέφευγε , και καθώς έπεφτε στο μέτωπο της έδινε φωτιά στα πανιασμένα χείλη της.
- «Επιτέλους , βγάλε τον σκασμό. Ειδικά όταν σε σημαδεύω. Αυτό τουλάχιστον μπορείς να το καταλάβεις. Έτσι δεν είναι;
Άναψε τσιγάρο , σκαρφάλωσε στην ξύλινη σκάλα που βρισκόταν στην μέση του χώρου , έσφιξε την ζώνη στην μέση της και σταύρωσε τα πόδια της.
- «Περιμένω την απάντηση σου».
- «Το βράδυ έχουμε παράσταση. Δεν περισσεύει χρόνος για συζητήσεις. Κατέβα από κει , και στήσου στην πόρτα, που να με πάρει ο διάολος.Βαρέθηκα τις γκρίνιες και τις παράλογες υστερίες σου. Έχεις την καταραμένη συνήθεια να διαλέγεις μόνιμα λάθος ώρα.»
Παρόλο που ήταν μεσημέρι , επικρατούσε ένα ημίφως που δεν τον άφηνε να διακρίνει και πολύ καλά το περίγραμμα των αντικειμένων γύρω του.
Εκείνη, ανεβασμένη στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας, εξακολουθούσε να τον κοιτάζει, χωρίς ν΄ αλλάζει το ύφος της.
- «Δεν πρόκειται να κάνουμε ολόκληρη κουβέντα. Απλά θα μου δώσεις μια απάντηση. Μονολεκτική».
- «Μετά την παράσταση , κούκλα μου θα σου ΄δώσω όποια απάντηση θέλεις. Κατέβα, όμως τώρα κάτω από αυτήν την σκάλα, και κόψε
αυτές τις γελοίες θεατρικές πόζες σου. Τώρα.»
αυτές τις γελοίες θεατρικές πόζες σου. Τώρα.»
Άρχισε να κάνει βόλτες πάνω - κάτω , με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του παντελονιού του. Σκόνταφτε πάνω στ’ άδεια τενεκαδάκια της μπύρας, στα σκουριασμένα μέλη από εργαλεία, στα σκουπίδια, στις παλιές εφημερίδες.
Ο αέρας που έμπαινε από τους φεγγίτες έκανε τα την σκόνη να ταξιδεύει , να χορεύει, να αιωρείται, να χώνεται στην μύτη του, στα ρουθούνια του , στα μάτια του. Νευρίαζε, κλότσαγε ότι έβρισκε μπροστά του , κι οι ήχοι έμοιαζαν παράταιρη, εκκωφαντικοί.
Προσπάθησε για άλλη μια φορά.
- «Έλα κούκλα μου. Έλα να τελειώνουμε με την εξάσκηση. Τα δάχτυλα μου έχουν ήδη αρχίσει και κρυώνουν. Σε λίγο θα παγώσουν εντελώς, και δεν θα μπορώ να πιάσω ούτε τις λαβές πια. Κατέβα, γαμώτο μου.»
Εκείνη φορούσε το κόκκινο στενό φουστάνι της παράστασης. Στην μέση τόσφιγγε με μια μαύρη δερμάτινη ζώνη. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα από μια φαρδιά μαύρη κορδέλα , απ’ όπου ξέφευγε που και που καμιά τούφα.
Αυτός έστριψε ένα ακόμα τσιγάρο, κι άρχισε να καπνίζει φτύνοντας το ταμπάκο μέσα από τα δόντια του.
Γύρισε το διακόπτη από τα φώτα. Μια λάμπα τρεμόπαιξε για δευτερόλεπτα κι ύστερα κάηκε. Οι σκιές είχαν αρχίσει να σηκώνονται και να κινούνται περίεργα πάνω στους άδειους πάγκους εργασίας. Ξεχασμένα , βρώμικα στουπιά, σπασμένες μέγγενες, στραβωμένες βίδες ανάμεσα σε άδεια πακέτα από έτοιμο φαγητό και άπειρα αποτσίγαρα.
Αυτός έστριψε ένα ακόμα τσιγάρο, κι άρχισε να καπνίζει φτύνοντας το ταμπάκο μέσα από τα δόντια του.
Γύρισε το διακόπτη από τα φώτα. Μια λάμπα τρεμόπαιξε για δευτερόλεπτα κι ύστερα κάηκε. Οι σκιές είχαν αρχίσει να σηκώνονται και να κινούνται περίεργα πάνω στους άδειους πάγκους εργασίας. Ξεχασμένα , βρώμικα στουπιά, σπασμένες μέγγενες, στραβωμένες βίδες ανάμεσα σε άδεια πακέτα από έτοιμο φαγητό και άπειρα αποτσίγαρα.
- «Χάνουμε το φως , κατέβα. Τώρα.»
Μια αράχνη που κατέβαινε από το ταβάνι ισορροπώντας μόνο στον ιστό που έβγαζε από το στόμα της , κρεμόταν πάνω από την σκάλα.
Σηκώθηκε όρθια στο σκαλοπάτι, καθρεφτίστηκε παραμορφωμένη και πολλαπλή στα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη που βρίσκονταν σκόρπια στα πόδια της σκάλας, έφτυσε την τσίχλα που μάσαγε από ώρα και για πρώτη φορά του χαμογέλασε.
Ενα χαμόγελο της βαριεστιμάρας. Της αρρωστημένης συνήθειας που ενώ ξέρεις ότι σε βλάφτει , δεν θέλεις να την κόψεις. Το χαμόγελο του «σε ξέρω καλά ρε πούστη μου» . Το χαμόγελο των άδειων ματιών. Η φωνή της αντήχησε ακόμα πιο στριγκή, πιο φαρμακερή.
- «Βαρέθηκα να με σέρνεις από πανηγύρι σε πανηγύρι. Θέλω να με παντρευτείς σήμερα.»
Έφτιαξε την ραφή από το μαύρο της καλτσόν και ξανακάθισε. Στα χέρια της κρατούσε το στιλέτο με την λαβή από ελεφαντόδοντο. Είχε πάνω του σκαλισμένο ένα δράκο με διχαλωτή γλώσσα οχιάς.
Τα ρούχα του , κάποτε ήταν άσπρα, τώρα ξεχώριζες σκούρους λεκέδες παντού. Στάμπες από σκόνη στους αγκώνες και στα γόνατα. Σημάδια του ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες. Το αριστερό του μανίκι έχασκε σκισμένο ψηλά στον ώμο και πάνω από το αριστερό του μαύριζε ξεραμένο αίμα. Από τους κροτάφους του έσταζε κόμπους-κόμπους ο ιδρώτας.
Έσβησε το τσιγάρο με την άκρη της μπότας του.
Σκοτείνιαζε γρήγορα. Από μακριά ακούγονταν οι ήχοι της πόλης που γύριζε σπίτι της. Αυτοκίνητα που βιάζονταν να περάσουν το φανάρι. Κόρνες . Απότομα φρεναρίσματα. Ραδιόφωνα που έλεγαν τον καιρό. Βήματα βιαστικά. Πόρτες που άνοιγαν και έκλειναν με θυμό.
Κι εκείνος που βημάτιζε ασταμάτητα πάνω-κάτω . Έπαιρνε βαθιές αναπνοές, έσπρωχνε τον θυμό του βαθιά στο στέρνο του και ξεφύσαγε με θόρυβο. Οι βρισιές σταματούσαν μισοειπωμένες στην άκρη της γλώσσας τους. Δίσταζαν λίγο, δοκίμαζαν να βγουν έξω, κι ύστερα κατρακυλούσαν με θόρυβο στο λαρύγγι του. Μέσα από τα δόντια ακούγονταν ακατάληπτες λέξεις.
Ένιωθε το μυαλό του έτοιμο να εκραγεί. Τα μάτια του έτσουζαν.
Έσφιξε το στιλέτο στο αριστερό του χέρι μέχρι που άσπρισαν οι αρθρώσεις του.
Κάποια περαστικά φώτα φώτισαν για λίγο το μηχανουργείο.
Ο ήχος της μηχανής όρμισε μέσα στο χώρο κι ύστερα άρχισε ν’ απομακρύνεται.
Ενα τηλέφωνο που χτυπούσε στο βάθος, έμενε χωρίς απάντηση.
- «Νομίζω ότι δεν θάχει παράσταση απόψε.»
Η φωνή της το ίδιο στριγκή και παράταιρη.
Σταύρωσε τα πόδια της προκλητικά.
Η μοναδική λάμπα που άναβε , κουνήθηκε επικίνδυνα από μια ριπή αέρα , τρεμόπαιξε και κάηκε κι αυτή.
Κλώτσησε δυνατά την σκάλα , που ταλαντεύτηκε για λίγο κι ύστερα σωριάστηκε κάτω και διαλύθηκε με θόρυβο.
Η απάντηση της ήρθε πίσω την πλάτη του .
- «Άργησες αγάπη μου. Τ ’ ανακλαστικά σου έχουν αρχίσει και σε προδίδουν. Καιρός να πάρεις σύνταξη.» Του ψιθύρισε στ' αυτί.
Το γέλιο της, κοφτό αγχωτικό.
Η μύτη από το τακούνι της τον βρήκε ψηλά στο στομάχι. Ο πόνος του έκοψε την αναπνοή. Διπλώθηκε στα δύο. Η ζώνη της , τώρα του έσφιγγε το λαιμό. Με το ένα της χέρι τον κρατούσε από τα μαλλιά. Ενώ το γόνατο της του πίεζε το στήθος.
Η αντίδραση του ήταν άμεση. Άφησε τον θυμό του ελεύθερο.
- «Η παράσταση τώρα αρχίζει, κούκλα μου.» Της φώναξε μέσα στα μούτρα.
Με το στιλέτο της έκοψε την τούφα από τα μαλλιά που κρεμόταν μπροστά του . Το σφίξιμο της χαλάρωσε . Σηκώθηκε από πάνω του , τίναξε την σκόνη, σκαρφάλωσε στον πάγκο και άναψε τσιγάρο.
- «Θέλω να με παντρευτείς».
Τα περαστικά φώτα φώτισαν την ουλή ψηλά στο αριστερό του μάγουλο. Το στιλέτο πέρασε ξυστά από τον δεξί της γοφό. Το καλτσόν σκίστηκε με θόρυβο.
Εκείνη , έβγαλε τις γόβες, κατέβασε το σκισμένο καλτσόν και το πέταξε σ’ ένα μικρό σωρό από σκουπίδια που στροβιλιζόταν και ταξίδευε στο μωσαϊκό. Αγκάλιασε τα γόνατα της και του χαμογέλασε κουρασμένα.
- «Μην γίνεσαι ανυπόφορος, μωρό μου.»
Ενα τηλέφωνο που καλούσε ασταμάτητα , άκουγε στο βάθος του μυαλού του. Μια μέγγενη του έσφιγγε το στομάχι. Τα φώτα των αυτοκινήτων είχαν πυκνώσει. Από τους φεγγίτες ορμούσαν αστραφτερές δέσμες φωτός. Η σκόνη μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε πεταλούδα ερωτευμένη με το φως.
Τώρα πια δεν την έβλεπε. Μάντευε την παρουσία της από τις μυρωδιές της.
Τώρα πια δεν την έβλεπε. Μάντευε την παρουσία της από τις μυρωδιές της.
- «Όχι».
Η ίδια του η φωνή τον ξάφνιασε. Ακούστηκε φάλτσα και ξένη. Δεν ήξερε αν πραγματικά ήθελε να μιλήσει ή να σωπάσει. Τα δάχτυλα του είχαν παγώσει πια. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώνει αυτή η γελοία ιστορία.
Το στιλέτο με τον σκαλισμένο δράκο τον βρήκε χαμηλά στην κοιλιά. Κάπου ανάμεσα από τα πόδια του. Στα αχαμνά.
Ξαπλώθηκε ξέπνοος, γεμίζοντας τον χώρο ανάμεσα στα υπολείμματα της σκάλας και στα πόδια του πάγκου. Στο χέρι του κρατούσε ακόμα την τούφα από τα μαλλιά της. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα. Ο κόσμος του πλημμύρισε με κόκκινα φώτα ομίχλης.
Εκείνη φόρεσε τις γόβες της , έσφιξε ξανά την ζώνη στην μέση της, έστρωσε την κορδέλα στα μαλλιά της, και κατέβηκε από τον πάγκο.
Κάρφωσε τα υπόλοιπα στιλέτα στην ξεπατωμένη πόρτα της προπόνησης και περνώντας από πάνω του , προχώρησε προς την συρταρωτή σιδερένια πόρτα του μηχανουργείου.
Η νύχτα είχε προχωρήσει. Τα φώτα στο δρόμο είχαν ανάψει. Η πόλη μόλις τώρα άρχιζε να αναπνέει πιο ελεύθερα.
Ενα τηλέφωνο που χτυπούσε ακουγόταν στο βάθος του μυαλού της.
Η πόρτα έτριξε καθώς την τράβαγε για να ανοίξει. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε προς το μέρος του. Ο ήχος μια νταλίκας όρμησε να την τυλίξει. Η κόκκινη κηλίδα απλωνόταν γρήγορα πάνω του.
- «Λάθος απάντηση , μωρό μου».
22 σχόλια:
Με τον ζερο + αρχίσαμε χαλαρά ένα παιχνιδάκι ιστοριών.
Αυτός είναι ο δικός μου 2ος γύρος αγαπητέ μου.
Τα μαχαίρια σου μου έδωσαν την ιδέα.
Ελπίζω να σου αρέσει!
Εγώ δεν διάβασα το μέρος της ιστορίας του, αλλά το δικό σας άξιζε μάλλον για τόση απουσία. Καλλιγράφημα των λεπτών αποχρώσεων, ωραία αφηγημένη η στιγμή, κινηματογραφική σύλληψη. Γινόσαστε ολοένα και καλύτερη.
χαχαχαχα
Καταπληκτικο ποστ.
Μου αρεσε ναι.
Απλα εχω μια απορια...
Γιατι παντα να πεθαινει ο αντρας στο τελος της ιστοριας?
Περιεργο ε?
ζερο.
Αα για να μην το ξεχασω...
doratsirka
την δικια μου ιστορια,
θα την βρεις στο blog μου
στο ποστ με τιτλο
"Sylvester vs Tweety."
...και θα μεινεις καγκελο.
Sorry Μαρω
αλλα αφου θα μας κρινει το κοινο,
πρεπει να διαβασει και τις δυο ιστοριες.
(ειμαι πολυ ψωνιο ο τυπος τελικα)
ζερο.
@dora
Χαίρομαι που σας άρεσε.
Είναι βέβαια μια αλληγορία πάνω στην σχέση άνδρα γυναίκας!
Η αν θέλετε την εξέλιξη μιας εμμονής.
(Παρεμπιπτόντως, εξαιρετική η Ανω Πόλη!)
@ Ζερο
Φίλε μου, έχω δύο δικαιολογίες γιατί να πεθαίνει πρώτα ο άνδρας:
- Γιατί το γράφει μια γυναίκα που θέλει να εξελίξει την σχέση της σε κάτι άλλο (εμμονές που έχουμε)
- Και γιατί στο σινεμά πάντα ο θάνατος είναι πιο κινηματογραφικός όταν χάνεται το αρσενικό!
Χαίρομαι που σας άρεσε!
Θα συμφωνήσω με τη Doratsirka·γίνεσαι όλο και καλύτερη. Η θητεία σου στη σχολή κινηματογράφου έχει σίγουρα αποδώσει καρπούς.
Για να πάω να διαβάσω και τον Zero τώρα.
Μάρω μου έχει κι άλλες χάρες η πόλη μας και φυσικά η ύπαιθρος στην ευρύτερη περιοχή. Έχω πάντως μια αίσθηση στο τέλος ότι και η ηρωϊδα σας μάλλον πεθαίνει για να μην παραπονιέται ο ζέρο. Τέτοιες καταστάσεις εμπεριέχουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο θάνατο και για τους δύο.
@3pad
Να σας πω, με κακομαθαίνετε με τα καλά σας λόγια και θα το πάρω πάνω μου.
Σας ευχαριστώ, όμως.
@δωρα
Ετσι κι αλλιώς θα ξανάρθω οπότε θα δω κι άλλα πράγματα.
Ναι έχετε δίκιο και η γυναίκα πεθαίνει. Οπως κάθε φορά που τελειώνει μια σχέση ένα μας κομμάτι πεθαίνει. Για να ξαναγεννηθεί με άλλο πρόσωπο στον επόμενο έρωτα!
Με καταλαβαίνετε. Χαίρομαι πάρα πολύ!
zero η ισορροπία της ανομολόγητης αγάπης, Μάρω η ισορροπία του τρόμου
Αυτήν την πρώτη σκηνή με την κρεμασμένη πόρτα, προσπαθώ να την φαντασθώ σε εκτέλεση των αδελφών Κοέν... Απίθανη.
Ο θάνατος του άντρα στην ταινία συμφωνώ ότι είναι πιο "κινηματογραφικός" και για μένα τουλάχιστον,πιο ηδονικός.
Μάρω,πολύ ωραία έγραψες την ιστορία!
αριστοτεχνικές ρίψεις! ιπτάμενα στιλέτα νο.2.!
@Δωρα
Σωστά. Εξαιρετικά εύστοχη!
@Κωνσταντίνος
Αδελφοί Κοέν. Δεν έχω καμία αντίρρηση.
Να τους το στείλω!
@Γιτσάκι
Μαζί σου.
Ηδονικός Θάνατος!
Μ' αρέσει
@dawkinson
Σας ευχαριστώ!
Σου εστειλα email.
για φαντάσου να του έλεγε και 'ναι'
θα τον μαχαίρωνε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του
@στέφανος
Καλό. Δεν το είχα σκεφτεί.
Αρα την γλίτωσε ο άνθρωπος!
@μαρω_κ και @ζερο
Αυτή είναι η αρχή μιας ενδιαφέρουσας φιλίας, όπως θα έλεγε και ο Χαμφρει Μπογκαρτ στην Καζαμπλάνκα?
ΥΓ Κατα τ' αλλα η ιστορία σας αγαπητή είναι εξαιρετική μέχρι να φέρετε βέβαια στο φως την επόμενη!
@alps
Πάντα τζεντλεμαν και σινεφίλ αγαπητέ μου.
Σας ευχαριστώ!
W-GAFAI
εχω μεινει αναυδη!!!
αριστουργηματικο!
=)!
@nina
Σας ευχαρίστώ πολύ.
Και καλώς ήρθατε.
Δημοσίευση σχολίου