Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

Kαβγάς Σχεδίασμα 1


H Μαρία δεν μίλαγε πια, σχεδόν ούρλιαζε.
Τα βλέμματα από τα διπλανά τραπέζια, κάτι μεταξύ έντονης απορίας και ενόχλησης. Τα πιάτα ανέπαφα. Και τα ποτήρια άδεια. Και τσιγάρα. Το ένα πίσω από το άλλο. Και το γκαρσόνι να πηγαινοέρχεται, φέρνοντας καραφάκια κι αδειάζοντας τασάκια. Αύγουστος ξανά. Πάντα Αύγουστος.

Η Μαρία δεν μίλαγε, εκτόξευε κεραυνούς. Και κατηγορίες. Την μία πίσω από την άλλη. Και ήταν και οι επιθυμίες της, που δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω, να συμβιβαστούν. Ήθελε αέρα. Χώρο. Χρώματα. Να αφεθεί στο καλοκαίρι που μεσουρανούσε ερήμην της. Να πάει στο νησί της, στους Αρκιούς. Να δουλέψει στο καφενείο του θείου τους.

Η Μαρία δεν μίλαγε πια. Εκρήγνετο.
Κι απέναντι της η Αννα να βυθίζεται σε μια σιωπή φαρμάκι. Και το εστιατόριο μίκραινε, οι τοίχοι σκούραιναν, το ταβάνι κατέβαινε. Και τα ποτήρια άδεια ξανά. Και οι στάχτες σκορπισμένες παντού.

Η Μαρία δεν μίλαγε πια. Παραφερόταν.
Να φύγει. Να αφήσει πίσω της τις μιζέριες, τα μελοδράματα, τους ψυχαναγκασμούς, την μυρωδιά του νοσοκομείου. Την βαρέθηκε κι αυτή και την πολιτισμένη σχέση τους και τις ανασφάλειες, και τους πανικούς, και τους σαραντάρηδες φίλους της. Ενας γιγάντιος θυμός σε ένα μικροκαμωμένο σώμα 22 ετών.

Η Μαρία δεν μίλαγε πια.
Κι η Αννα δεν έβγαζε λέξη. Αρνιόταν πεισματικά να αντιδράσει. Να αντιπαρατεθεί με την ελευθερία, την φυγή, τα όνειρα της Μαρίας.
Ένιωθε ότι δεν χώραγε σ’ αυτόν τον καβγά. Δεν τον ήθελε αυτό τον καβγά.
Και οι σκιές του νοσοκομείου να την ακολουθούν παντού.
Οι αλλαγές της βάρδιας, τα σεντόνια που κείτονταν σε σωρούς μετά το στρώσιμο των κρεβατιών, οι στραβοπατημένες παντόφλες σε χοντρά πόδια,τα ασανσέρ που δεν έφταναν ποτέ όταν τα ήθελες, ο θόρυβος των κλιματιστικών από την απέναντι ταράτσα, το άθλιο κυλικείο.
Και τώρα μπροστά της τα πρόσωπα. Της μάνας. Του Μιχάλη. Της Μαρίας.
Και τα μεγάλα μαύρα μάτια της Μαρίας, που δεν την κοίταζαν, την ξέσκιζαν.

Η Μαρία δεν μίλαγε πια. Κάπνιζε. Και περίμενε. Την αντίδραση. Τον αντίλογο. Την ύστατη προσπάθεια της Αννας να τα ξαναβρούν.
Τα ποτήρια άδεια και πάλι. Το ίδιο και τα διπλανά τραπέζια.
Και το μυαλό της Αννας. Και η θέση της Μαρίας στο τραπέζι. Και η ζωή της από κείνη τη στιγμή και πέρα.
Η Μαρία είχε φύγει από ώρα.Ταξίδευε την επομένη για το νησί.

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα καλή μου. Πριν αποσυρθώ για λίγο από την μπλογκόσφαιρα που ήταν η πιο καλή παρέα αυτό το διάστημα, πέρασα να πω μια καλημέρα σε σένα που υπήρξες από τους πρώτους μπλόγκερς που ξεχώρισα με όλα όσα χαρακτηρίζουν εσένα και τα κείμενά σου. ΜΟυ άρεσε το σχεδίασμα, είχε μια ένταση, μια δραματικότητα εξαιρετική. Αν είναι σχεδίασμα από το βιβλίο που γράφεις, να το κρατήσεις. Σε φιλώ και να περνάς όμορφα.

Μαρω_Κ είπε...

Καλημέρα Δώρα μου.
Η φιλία σου με τιμά.
Νάσαι καλά.
Να περάσεις καλά.
Και εμείς εδώ σε περιμένουμε.

stefanos είπε...

ρε συ, μη βάζεις τέτοια hot κείμενα καλοκαιριάτικα!
θα καούμε
άϊάϊάϊάϊ τσουρουφλίστικά
:-)

καλή σου μέρα Μάρω

Μαρω_Κ είπε...

@Στέφανος.
Και που να σου πω και το κυρίως θέμα του βιβλίου.....

Μουτς

Sally Finkenstein είπε...

Πολύ καλό!
το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω...

Pan είπε...

Μόνο τσουρουφλιστήκαμε; Πω πω πω, τι θερμοπληξία και ηλιοπληξία ήταν αυτή πάλι;!

H.Constantinos είπε...

Εχω την αίσθηση ότι δεν θα είναι και πολύ χαρούμενο αυτό το βιβλίο...
Θλιμμένο, πλήν όμως καλογραμμένο, εικάζω. Προχωρείστε αγαπητή...

Μαρω_Κ είπε...

Ax βρε pan.
Χαίρομαι που σου άρεζε.
Σε λίγο θα ανεβάσω και το σχεδίασμα 2 . Να μου πείτε πιο απο τα δύο προτιμάτε....

@constantinos
Χαρούμενο δεν θα είναι . Λίγο black ίσως. Το τέλος ελπίζω να βγει αισιοδοξο.
Σας ευχαριστώ για το καλογραμμένο.