ΣΚΗΝΗ 157 . ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. ΧΑΡΑΜΑ. ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ.
¨.....Ο Αλέξανδρος είχε φτάσει στο σταθμό καθυστερημένος. Το τρένο για Κωνσταντινούπολη μέσω Θεσσαλονίκης είχε ήδη ξεκινήσει.
Καπνίζει και βλέπει το τρένο ν΄ απομακρύνεται .
Είχε πάρει πολύ αργά την τελική απόφαση . Για άλλη μια φορά.
Την είχε χάσει πια.
ΚΟΝΤΙΝΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
Είναι άυπνος με μαύρους κύκλους , αξύριστος, με βλέμμα απλανές και απογοητευμένο, κοιτάζει προς τα δεξιά του.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
Γυρίζει και βλέπει απέναντι του την Ευριδίκη . Στέκεται από την άλλη πλευρά των γραμμών και τον παρατηρεί.
ΤΕΛΟΣ.
Τίτλοι Τέλους.Και όπως ήταν αναμενόμενο και αυτό το σενάριο τελείωνε κλασσικά . Χωρίς εκπλήξεις και ανατροπές. Φυσιολογικά. Τετριμμένα. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα.
«Βγαλμένο μέσα από την ζωή» , έλεγε κάπου στην αρχή. Ποιανού ζωή;
Oχι πάντως την δική του.
Κρατούσε τον κόκκινο μαρκαδόρο κι ετοιμαζόταν να γράψει «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», με μεγάλα κόκκινα κεφαλαία γράμματα. Γιατί όχι; Ποιός ήταν αυτός που θα απέρριπτε το happy end μιας νέας και πολύ ελπιδοφόρας τηλεοπτικής σαπουνόπερας;
Ούτε και τα οφέλη βέβαια που έφερνε μαζί της μια τέτοια λέξη γραμμένη με κόκκινο μαρκαδόρο κάτω από την υπογραφή του.
« Δεν βαριέσαι. Τι με νοιάζει εμένα για το επίπεδο της τηλεόρασης.
Τι με νοιάζει ο μέσος τηλεθεατής;
Κι από πού κι ως πού εγώ ένας πτυχιούχος του Μετσοβείου θα πρέπει να έχω άποψη για τηλεοπτικά σενάρια, δείκτες τηλεθέασης, αισθητική και τηλεοπτική λογική;
Δεν το καταλαβαίνω.
Δεν το καταλαβαίνω καθόλου».
- « E, τότε μήπως πρέπει να το πάρεις σπίτι σου απόψε να το μελετήσεις καλύτερα; . Ο άλλος θέλει την εισήγηση σου το αργότερο μέχρι αύριο» .
- «Και ποιος τον γα....» , μετά τις πρώτες μασημένες του συλλαβές , κατάλαβε πως είχε εκφωνήσει την τελευταία του φράση αρκετά δυνατά , ώστε το απέναντι διακοσμητικό «φυτό» να του απαντήσει.
Τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Έστω κι αν μοιράζονταν το ίδιο γραφείο κάποιους μήνες τώρα.
Κοντός, αδύνατος, με ποντικίσια μούρη, πανάκριβα γούστα, άσχετο στυλ και με αξιοθαύμαστες επιδόσεις στην μπιρίμπα.
- «Αφού το λες κι εσύ, αυτό θα κάνω». Σηκώθηκε, έβαλε το ογκώδες σενάριο κάτω από την μασχάλη του, πήρε τα κλειδιά του και αποχώρησε μεγαλοπρεπώς, ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει.
Το κίτρινο καινούργιο του αυτοκίνητο , τον περίμενε υπομονετικά στο ρarking του καναλιού, περήφανο, καλογυαλισμένο, ζωντανή και καθημερινή απόδειξη της βαρεμάρας του.
Κατέβαινε την Κηφισίας με άδειο μυαλό, με άδεια μάτια, όταν την είδε που του έκανε νόημα να σταματήσει.
Μικροκαμωμένη, με τεράστια μαύρα γυαλιά, ρούχα που έπλεαν πάνω της κι είχαν ένα ακαθόριστο σκούρο κυπαρισσί χρώμα. Ισορροπούσε πάνω σ΄ ένα ζευγάρι κατάμαυρες γυαλιστερές φρεσκοαγορασμένες γόβες.
Το νόημα της ήταν τόσο επιτακτικό που δεν του άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Φρενάρισε μπροστά της, κατέβασε το παράθυρο του συνοδηγού κι ετοιμάστηκε να εκφράσει την απορία του . Αλλά όχι.
Εκείνη άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού αποφασιστικά, θρονιάστηκε στο κάθισμα, βόλεψε μια πανάρχαια, δερμάτινη, ξεχαρβαλωμένη και θεόβαρια τσάντα ανάμεσα στα πόδια της και πρόσταξε «Λαϊκό».

Η υπόλοιπη Κηφισίας καταναλώθηκε κάτω από τις ρόδες του ολοκαίνουργιου αμαξιου πολύ γρήγορα. Σε ένα τέταρτο έφθασαν έξω από το νοσοκομείο, μέσα σε μια απόλυτη σιωπή που απαγόρευε κάθε επικοινωνία μεταξύ τους.
Έξω από το Λαϊκό ετοιμάστηκε να αποχαιρετήσει το παράδοξο, εκείνη όμως άφησε την τσάντα της στο κάθισμα, ψάρεψε από μέσα ένα πορτοφόλι, αποφάνθηκε: «Σε δύο λεπτά είμαι πίσω», και χάθηκε μέσα στον κόσμο των έκτακτων περιστατικών.
Αναρωτήθηκε αν θάπρεπε να φύγει ή να περιμένει.
Γιατί για να προσπαθήσει να της εξηγήσει το οφθαλμοφανές λάθος της, δεν γινόταν πια λόγος. Άναψε τσιγάρο, έβαλε μουσική, βολεύτηκε καλύτερα, άφησε τα alarm να αναβοσβήνουν, προσπάθησε να πάρει ύφος βαριεστημένου ταξιτζή και περίμενε.
Δύο λεπτά αργότερα, η φιγούρα της ξεχώρισε μέσα από το πανικόβλητο συρφετό που ούρλιαζε, πόναγε, έβριζε, βλαστημούσε, αιμορραγούσε και καταριόταν ταυτόχρονα τους γιατρούς, την πανάθλια τύχη του και την γαμημένη κυβέρνηση.
Κουβαλούσε ένα τεράστιο κίτρινο φάκελο απ΄ όπου ξεχείλιζαν ακτινογραφίες, αξονικές τομογραφίες, χαρτιά εξετάσεων, συνταγές, γνωματεύσεις και οτιδήποτε συναφές .
Φυσικότατα ανακοίνωσε τον επόμενο προορισμό τους, «Υμηττού 107».
Το παράδοξο αποκτούσε ενδιαφέρον.
- «Από πού να πάω», την ρώτησε , προσπαθώντας να μιμηθεί τους επαγγελματίες του είδους.
Αυτή τον κοίταξε πίσω από τα μαύρα γυαλιά τόσο περιφρονητικά, που έχασε κάθε διάθεση για παραπέρα διερευνητικές ερωτήσεις. Έβαλε μπρος και ξεκίνησαν.
Στο 107 της Υμηττού, το σπίτι δίπατο, παλιό, με κλειστά παραθυρόφυλλα και σκονισμένα μπαλκόνια, ήταν μισοκρυμένο πίσω από κάτι άρρωστες και γερασμένες λεύκες.
Η συνέχεια αναμενόμενη.
Εκείνη παράτησε πάλι την τσάντα της στο κάθισμα και με τον κίτρινο φάκελο αγκαλιά, του παρήγγειλε:
«Δέκα λεπτά το πολύ», κι εξαφανίστηκε πίσω απ΄ την πόρτα που παραδόξως δεν έτριξε όταν την ξεκλείδωσε.
Τα δέκα λεπτά έγιναν τέταρτο, και το τέταρτο μισάωρο. Είχε βολευτεί στο κάθισμα με το παράθυρο ανοιχτό, κάπνιζε και λαγοκοιμόταν περιμένοντας την.
Άκουσε την πόρτα να κλείνει . Γύρισε και την είδε να κουβαλάει ένα μικρό σάκο και ένα καλαθάκι ταξιδιών για γάτες. Έβαλαν τον σάκο στο πίσω κάθισμα μαζί την ασήκωτη τσάντα κι εκείνη βολεύτηκε με το κλουβί της γάτας στην αγκαλιά της.
«Σταθμό Λαρίσης» . Αυτή την φορά η φωνή της ακούστηκε πιο ήπια, έναν τόνο κουρασμένη, μια απόχρωση πιο οικεία, πιο γλυκειά. Ίσως και να του χαμογέλασε για ένα δευτερόλεπτο.
Ήταν Τετάρτη απόγευμα. Στους δρόμους η κίνηση χαλαρή, νυσταγμένη. Όπου νάναι νύχτωνε. Έφτασαν στον σταθμό γρήγορα και σιωπηλά.
Πάρκαρε απ΄ έξω, ανέλαβε να κουβαλά το σάκο και την τσάντα της, και την ακολούθησε ως τον γκισέ των εισιτηρίων.
Το τρένο της έφευγε σε 45 λεπτά.
Έκατσαν στο καφενείο, χωρίς να το αναφέρουν καν, λες και ήταν από χρόνια μαζί και γνώριζαν ο ένας τα χούγια του άλλου.
Εκεί ήταν που έβγαλε τα γυαλιά της.
Εκεί που ήταν που από το σοκ , του κόπηκε η αναπνοή.
Είχε μόνο ένα μάτι. Στην θέση του άλλου , μια πληγή που ανάρρωνε από επίπονες εγχειρήσεις.
Κι όμως αυτό το πλάσμα που καθόταν απέναντι του ήταν μια επικίνδυνη, γοητευτική θηλυκιά μάγισσα.

Έμεινε να την κοιτάζει άφωνος, μαρμαρωμένος.
Το γκαρσόνι έφερε τους ελληνικούς.
Τους πλήρωσε αυτή.
Και τότε πρόσεξε για πρώτη φορά τα χέρια της. Μικροσκοπικά , με δάχτυλα διάφανα, με νύχια στο χρώμα του μαργαριταριού, με αρθρώσεις τορνευτές , με κινήσεις αέρινες. Χέρια χορεύτριας, χέρια πάθους.
Με την πρώτη γουλιά καφέ, σαν του λύθηκε η γλώσσα από μόνη της κι άκουσε τον εαυτό του να λέει :
- «Μου φαίνεται ότι όλη αυτή η διαδρομή ήταν μια παρεξήγηση. Δεν είμαι.....»
Τον έκοψε απότομα.
- «Κανένα λάθος. Ήταν ο μόνος τρόπος να τα προλάβω όλα.
Το’ χασα» , κι έδειξε την πληγή που τώρα έκλεινε, «σε μια μονομαχία . Με τον εραστή μου, τον θάνατο. Και τώρα φεύγω. Είπαν πως χρειάζομαι αλλαγή περιβάλλοντος. Οι απανωτές απώλειες καθυστερούν την ανάρρωση. Έτσι είπαν. Πρέπει να βοηθήσω τον εαυτό μου. Πάω σε κάτι φίλους στην Καβάλα. Ένας γιατρός μου συνέστησε να χάσω τις μνήμες μου. Έχουν ένα σπίτι κάτω στο λιμάνι, με πορτοπαράθυρα στην θάλασσα . Ύστερα θέλουν να ξανάρθω . Να ελέγξουν την πρόοδο μου. Να μετρήσουν τα ζωντανά μου κύτταρα. Μήπως αυξήθηκαν. Να με ρωτήσουν μήπως ξέχασα αυτά που πρέπει να θυμάμαι. Μια μονομαχία έχασα μόνο. Αυτοί δεν το ξέρουν, όμως ο πόλεμος συνεχίζεται.
Όσο για το λάθος , μπα δεν το νομίζω.
Για να κάνεις κάτι στραβό, πρέπει να ξέρεις και πως γίνεται και στα ίσια του.»
Η αναγγελία της αμαξοστοιχίας της, έβαλε την τελεία στα λόγια της.
Σηκώθηκε, του έδωσε το κλουβί με την γάτα που τόση ώρα κρατούσε στην αγκαλιά της, μάζεψε τον σάκο και την τσάντα της , ξανάβαλε τα γυαλιά της και κατευθύνθηκε προς την αποβάθρα.
Λίγο πριν την χάσει από τα μάτια του , γύρισε και του φώναξε:
«Την λένε Ευριδίκη, είναι κουφή λόγω ηλικίας και απεχθάνεται την μοναξιά.»
Κι ύστερα μπερδεύτηκε με τον κόσμο που στριμωχνόταν για ν΄ ανέβει στο τρένο.
Οι πόρτες έκλεισαν, ο σταθμάρχης σήκωσε το χέρι, ακούστηκε το σφύριγμα της αναχώρησης , το τρίξιμο από τις ράγες, τα νυχτερινά φώτα του σταθμού άναψαν, το τρένο άρχισε να κινείται σιγά-σιγά και η Ευρυδίκη μαύρη και γριά νιαούρισε γκρινιάρικα στην αγκαλιά του.
Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου του φιγουράριζε μια κλήση. Ούτε καν που την μάζεψε. Έκανε μια κάποια ψύχρα. Κούμπωσε το σακάκι του μέχρι πάνω, βόλεψε την Ευριδίκη στο διπλανό κάθισμα; και ξεκίνησε.
Υπολόγιζε ότι η βενζίνη θα του έφθανε μέχρι την Λαμία. Εκεί θα έτρωγε κάτι, θα γέμιζε το ρεζερβουάρ, να ταίσει και την Ευριδίκη, και να μην ξεχάσει να πάρει και τσιγάρα.
Ο ήχος από το κινητό τον ξάφνιασε.
«Α, όχι, όχι δεν θα είμαι και πολύ πρωί αύριο στο γραφείο. Μάλλον δεν θα είμαι καθόλου στο γραφείο από αύριο.»
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.
Γυρίζει και βλέπει δίπλα του την Ευριδίκη. Το φανάρι γίνεται πράσινο. Η νύχτα μόλις ξεκινά. Η Ευριδίκη μουρμουρίζει νανουρισμένη από το τράνταγμα. Και η ζωή είναι εκεί έξω και τον περιμένει.
ΤΕΛΟΣ.
Τίτλοι Τέλους.