Κοίταζε την θάλασσα που απλωνόταν κάτω της. Χρόνια τώρα κοίταζε την θάλασσα της. Από το παγκάκι κάτω από το αλμυρίκι στο μικρό ύψωμα στην Κάτω Μερά, από το μπαλκόνι στην Αθήνα, από την αίθουσα των γιατρών στο νοσοκομείο, απ’ οπου κι αν βρισκόταν κοίταζε την θάλασσα της. Κόντευε οκτώ, η καλύτερη ώρα, ο ήλιος είχε βασιλέψει πίσω από το φαράγγι των νεκρών, πισω της, και το φως όλο και μαλάκωνε. Όλο και εξασθενούσε. ‘Εφευγαν μία μία οι βάρκες για το βραδυνό παραγάδι, η «γοργόνα», η «παναγίτσα», η «ρηνούλα». Όλες με γυναικεία ονόματα, όπως και η θάλασσα της. Κεκαρμένη την έλεγε η μάνα της. «Τι θα πει μανούλα κεκαρμένη;». «Αυτή που έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια», ερχόταν η απάντηση της μάνας. Δασκάλα η μάνα, αυστηρή, δωρική σχεδόν, λίγες πάντα οι κουβέντες της, κι εκείνες μερικές φορές ακατάληπτες, αινιγματικές. Στεκόταν παράμερα η ‘Αννα, παρατηρούσε την κυρία Σοφία, και θαύμαζε. Έτσι ήταν η μάνα, απρόσιτη, λες και η πειθαρχία της τάξης απλωνόταν και μέσα στο σπίτι. Δύσκολη στις λέξεις της, δύσκολη στην αγάπη της, δύσκολη και με τους ανθρώπους. Τους φοβόταν η μάνα τους ανθρώπους, μόνο τους μαθητές αγαπούσε. Αλλά μόνο όταν βρισκόταν στο σπίτι. Στο σχολείο είχε την φήμη της αυταρχικής, της στυφής, της άγριας. Μόνο στο σπίτι τους αράδιαζε το τούτο και το κείνο που έκαναν τα μικρούλια της. Τις αταξίες, τις απροσεξίες, τα προβλήματα. Όλα τα ήξερε η κυρία Σοφία. Όλα όσα αφορούσαν τους μαθητές. Κι ας νόμιζαν εκείνοι πως το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η προπαίδεια του εννιά, και ο αόριστος του κείτομαι.
«Τι θα πει μανούλα κεκαρμένη;». «Αυτή που έκοψε τα μαλλιά της κι όλους τους δεσμούς με τα γήινα».
«Και γιατί είναι η θάλασσα μου κεκαρμένη, μανούλα;». Δέκα χρονών κορίτσι η Άννα αδύνατον να πιάσει τους συνειρμούς. Γιατί μήπως και τώρα που περπατούσε στα 37, τους καταλάβαινε. Άκου κεκαρμένη η θάλασσα. Από κι ως πού; Της έμεινε όμως η λέξη, Της άρεσε ο ήχος που έκανε στην εκφορά της, αυτό το κάπα κι ύστερα το ρο, πολύ της πήγαινε της θάλασσας το ρο.
«Αχ, βρε κυρία Σοφία. Μ’ άφησες μόνη μου και φέτος. Να κατέβω να τους αντιμετωπίσω όλους μόνη μου.» Δυνατά τα’ πε η Άννα. Αλλά και ποιός την άκουγε. Έρημο ήταν το ύψωμα. Οι λιγοστοί τουρίστες απότρωγαν το μεσημεριανό τους στην μοναδική ταβέρνα, δίπλα στην θάλασσα. Οσο για τους ντόπιους, νωρίς ήταν ακόμα για να κάνουν την εμφάνιση τους.
Ανένδοτη η κυρία Σοφία. Πάει τέλειωσε το χωριό για κείνη. Δεν ξανακατεβαίνει. Μετά τον θάνατο του πατέρα, κλείστηκε στο σπίτι, κι έβγαλε απόφαση. Αυτή μόνη της δεν ξαναταξιδεύει. Όσο ταξίδεψε, ταξίδεψε. Τώρα τόπος της είναι η Αθήνα. Το διώροφο στο Μεταξουργείο, η γειτονιά του πατέρα. Άλλο τόπο δεν έχει. Το ξεκαθάρισε. Να μην την σκοτίζει η Άννα. Μεγάλη γυναίκα, είναι, δεν πάει πουθενά. Κι αν την βρεί κάτι μακριά από το σπίτι της, τι θα κάνει; Όχι. Κι άμα η κυρία Σοφία έλεγε κάτι, νόμος. Σώπαινε η Άννα, σώπαινε και ο πατέρας.
Σκούραιναν τα χρώματα. Άναβαν τα λίγα φώτα της Κάτω Μεράς. Μια ταβέρνα, μία pub, λίγα σπίτια μονοδωμάτια χαμένα μέσα στα στρέμματα με τις μπανανιές, ο Αγιος Ταξιάρχης, το ξωκλήσι στο απέναντι λοφάκι, και τ’ αρχαία. Δόξα σοι ο Θεός για τα αρχαία. Αυτά είχαν σώσει τον τόπο από την αξιοποίηση. Όλη η περιοχή είχε χαρακτηριστεί αρχαιολογική. Κέρβερος η τοπική εφορία αρχαιοτήτων. Ότι είχε κτιστεί πριν ανακαλυφθούν τα ερείπια του παλατιού παρέμενε. Από κει και πέρα ούτε σκηνή δεν έστηνες. Έξυπνοι άνθρωποι αυτοί οι πανάρχαιοι. Έχτισαν τα παλάτια τους, εδώ στην άκρη του πουθενά, στην ανατολική μεριά, στην πιο ωραία θάλασσα του κόσμου. Στο τέλος από το φαράγγι των νεκρών, εκεί που αρχίζει το μεγάλο ταξίδι.
«Αχ βρε κυρία Σοφία. Και το σπίτι, οι ελιές, η πεζούλα, τι θ’ απογίνουν;».
«Πούλα τα.» Ετσι απλά, μ’ ένα πούλα τα καθάριζε.
Κοριτσάκι είχε φύγει από το χωριό η κυρία Σοφία. Να πάει στην πρωτεύουσα να σπουδάσει. Είχε λεφτά ο πατέρας της. Μοναχοκόρη του ήταν, δεν ήθελε να την κλειδώσει στο χωριό. Στην Αθήνα εσωτερική στις καλόγριες, κι ύστερα στην Μαράσλειο. Κι ύστερα ο καρκίνος του πατέρα της κι ο θάνατος. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό η κυρία Σοφία τον πατέρα της. Είχε απαγορευτικό και δεν έδεναν τα πλοία. Ούτε την κηδεία πρόλαβε. Μόνο τα τριήμερα. Κι ύστερα τα μάυρα. Τα μαύρα που την κυνηγούσαν μια ζωή. Πάνω που τα ξάνοιγε τα μαύρα η κυρία Σοφία, ξανά έβγαινε το λούτρινο το μαύρο το παλτό από την ναφθαλίνη. Κι ήταν ωραία γυναίκα η κυρία Σοφία, και της πήγαιναν τα χρώματα, διψούσε η καρδιά της για κόκκινα και κίτρινα, αλλά βλεπεις ο κόσμος. Πάντα πρόσεχε τι θα πει ο κόσμος. Δασκάλα ήταν. Μέτραγε η γνώμη του κόσμου. Έπρεπε να προστατεύει το κύρος της. Έπρεπε να εμπνέει σεβασμό. Κάθε φορά που κάποιος στενός συγγενής πέθαινε, τ’ ασπαζότανε τα μαύρα για ένα τρίχρονο. Την άλλη μέρα της κηδείας του πατέρα μαζί με τα δικά του ρούχα, χάρισε κι ότι χρωματιστό βρισκόταν στην ντουλάπα της.
«Αχ βρε κυρία Σοφία, εσύ η κεκαρμένη, όχι η θάλασσα μου. Για τον εαυτό σου μίλαγε τόσο χρόνια, κι ας μην το καταλάβαινες». Πάλι δυνατά μόλησε η ‘Αννα, πάλι κανείς δεν της απάντησε. Σκοτείνιασε πια. Έχανε από τα μάτια της τον ορίζοντα. Στο βάθος οι βάρκες επέστρεφαν. Είχαν ρίξει τα παραγάδια και γύριζαν. Στα δεξιά της δειλά δειλά κατηφόριζαν τα πρώτα φώτα από τα αυτοκίνητα. Στιφογύριζε ο δρόμος, χάνοταν για μια στιγμή τα φώτα, κι ύστερα ξαναφαίνονταν πιο κοντά. Η βραδυνή κάθοδος. Θα γέμιζε σιγά σιγά η ταβέρνα. Θ’ ανέβαινε ο ήχος από τις φωνές προς το αλμυρίκι.