Να ξεκινήσω το κείμενο από την αφιέρωση. Αφιερωμενο λοιπόν σε όλους εσάς τους διαδικτυακούς φίλους που απέκτησα, αυτούς τους λίγους μήνες της περιπλάνησης. Στον Ηλία, την Δώρα, το Γιτσάκι, τον Alps, τον Γιατρό από το Buffalo, το κινηματογραφικό δίδυμο (όπως οι Αδελφοί Κοέν) Αχιλλέα και Πάνο, την Κυρία Υφ, τον Στέφανο, την αγαπημένη Adomiel (κύρια αιτία της αρχικής ενασχόλησης μου με τον χώρο), την ξενιτεμένη 3pad, την Εsther, τον Ακη (μαζί με όλη την παρέα των σινεφρικ που συναντηθήκαμε εκείνο το βράδυ στο Αλφαβίλ), την Μαργαρίτα την Βιομηχανική, τον Γεράσιμο και το Καίσαρα, κι όποιον πιθανόν ξεχνάω αυτή την στιγμή (ένεκα το γνωστό αλτσχάιμερ).
Ελπίζω κάποια στιγμή να μαζευτούμε γύρω από ένα τραπέζι.
Φύλλα ημερολογίου
Σάββατο 1 Σεπτέμβρη.
Θυμάμαι σε εποχές κατάθλιψης εκείνο που μου έλειπε ήταν ο ύπνος το πρωί όταν δεν έπρεπε να ξυπνησω νωρίς. Ανοιγαν τα μάτια μου μόνα τους, άνευ λόγου πολύ πρωί. Ετσι και σήμερα. Παρότι Σάββατο, έπινα καφέ από τις 8:00.
Είπα να πάω λαική πριν χτυπήσει το 40άρι.
Μ' αρέσει η διαδρομή που περπατάω μέχρι που να φτάσω. Μιχαήλ Βόδα και Αλκαμένους. Με πορεία προς τον Αγιο Παντελεήμονα. Παραγκωνισμένες συνοικίες της Αθήνας.
Πολωνοί στα σκαλοπάτια των πολυκατοικιών της Μ. Βόδα έχουν ήδη αρχίσει τις μπύρες.
Νεοκλασσικά ατημέλητα, που έχουν γλιτώσει από την αναστήλωση του νεοέλληνα, μετρούν στα ντουβάρια τους πολλές γενιές. Τώρα τελευταία μόνο ξένους. Οι έλληνες τα περιφρόνησαν.
Ενα λυκόσκυλο με κοιτάει στο ύψος των ματιών μου την ώρα που περνάω μπροστά από το μπαλκόνι του σπιτιού. Τα παράθυρα ανοιχτά. Εχει ήδη αρχίσει η ζέστη. Κοιτάω μέσα. Κλέβω λίγο από τον προσωπικό χώρο των αγνώστων ιδιοκτητών. Στο βάθος του σπιτιού με τις ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες ξεχωρίζει ο εσωτερικός πίσω κήπος. Το μάτι μου πιάνει και μια παλιά ραπτομηχανή Singer, ακμαία ακόμα. Ντρέπομαι, προχωράω.
Εγώ που μαγειρεύω σπάνια, περνάω την μισή μου μέρα μέσα στην κουζίνα. Εργασιοθεραπεία. Να φάμε ένα φαγάκι της προκοπής, βαρέθηκα πια τα έξω. Βρήκα και κάτι ταπεινούς κολιούς, που πολύ τους λιμπίστηκα. Δίπλα τους οι τσιπούρες (ιχθυοτροφείου) δεν έπιαναν μπάζα. Στο φούρνο, με θυμάρι άντε και λίγο αρισμαρί (στο χωριό της γιαγιάς έτσι το λένε το δεντρολίβανο). Και αμπελοφάσουλα σαλάτα. Και μελτζάνες στην κατσαρόλα με φρέσκια ντομάτα και κάπαρη (μια παραλλαγή ιταλικής καπονάτα που μου εκμηστηρεύτηκε πέρισυ στην Ρώμη μια ιταλίδα Μάμα που είχε μια εξαιρετική τρατορία, και που πολύ συγχιζόταν όταν δεν έγλυφες το πιάτο σου). Και χαλβά με σιμιγδάλι για γλυκό. Οσο για τις γάτες μου ήδη τους πήραν είδηση τους κολιούς και με πολιορκούν για μεζέ.
Κι ύστερα μόλις πέσει ο ήλιος να μεταφυτέψω μια πιπερίτσα και μια αγριτριανταφυλλιά που με περιμένουν από χθες στην βεράντα και στεναχωριούνται στις στενές τους πλαστικές γλάστρες. Τους έχω ήδη έτοιμες μεγάλες πήλινες.
Κι εχω την τηλεόραση που μεταδίδει τους αγώνες του στίβου στην διαπασών, να την ακούω σε όλο το σπίτι. Δεν έχω διάθεση για μουσική σήμερα.
Κι ύστερα μετά το φαγητό έχω και το Βιβλιοδρόμιο από τα ΝΕΑ να με περιμένει.
Πήρα και το "Αρωμα" να δω στο dvd. Να μην ξεχάσω να βάλω και καμιά μπύρα στην κατάψυξη λίγο πριν φάμε.
Ασχολίες για να ξεχαστώ. Να σπρώξω την θλίψη λίγο πιο έξω. Να μπω στους ρυθμούς μου πάλι. Να μπορέσουν τα όνειρα να ξαναγυρίσουν, έστω και δειλά.
Αγριο πράγμα η λησμονιά. Ακόμα πιο άγριο ο άνθρωπος.
Φύλλα ημερολογίου sequel.
Σάββατο 8 Σεπτέμβρη.
Εγώ που βαριόμουνα φριχτά τα τραπεζώματα στο σπίτι, τώρα πια πολύ τα αγαπάω. Μαζευόμαστε η «οικογένεια». Αυτή η επίκτητη, η υιοθετήμενη. Οι φίλοι που αποκτάς με τα χρόνια και τους προσέχεις σαν τα μάτια σου, σαν να αλαβάστρινες κούκλες, εύθραυστες κι ευαίσθητες από του καιρού την αγριάδα.
Κι εκεί ανάμεσα σε πιατέλες με φαγητά και μπουκάλια με κρασί ξεκλειδώνονται οι καρδιές, κι αναπνέουμε πιο χαλαρά.
Αυτή τη φορά με πήραν μπάλα οι υποχρεώσεις και ξεκίνησα για την λαική, αργούτσικα. Είχε και δροσούλα.
Την έπιασα από την αρχή, από τους πάγκους με τα μπιχλιμπίδια. Οτι μπορείς να σκεφτείς, από πειρατικά cd μέχρι στρίγκ αριαδιασμένα αθώα σε κοινή θέα. Και δίπλα η μεγαλούτσικη κυρία του περασμένου αιώνα, με τα μαλλιά μόλις βγαλμένα από το συνοικιακό κομμωτήριο, καλοβαλμένη και λίγο σνομπ να περιεργάζεται τα καλτσόν (3 στην τιμή των 2 ) και να ρίχνει κλεφτές ματιές σ΄ένα ροζαλί στριγκ με φιογκάκι. Σε μια νεότητα που έφυγε ανεπιστρεπτί. Σε μια γειτονιά που άλλαξε μέσα σε μια νύχτα ίσως;
Πόσο μ αρέσει η καλημέρα του παραγωγού που μ΄έμαθε πια , (τόσα Σάββατα του ζουλάω ξεδιάντροπα τις ντομάτες του) . Ηχος χαιδευτικός, χαρμόσυνος, οικείος. Και η ψαρρού που με μαλώνει. «Αργησες, τα καλά κομμάτια έφυγαν νωρίς. Τα μπαρμπούνια να πάρεις.»
Καμιά φορά αναγνωρίζω το πέρασμα των εποχών από τους πάγκους. Γεμισε σήμερα η λαϊκή με σταφύλια. Φθινοπωριάζει. Αντε να πάρω και λίγα σύκα. Λαίμαργα δαγκώνω ένα και σέρνω το καρότσι λίγο πιο κάτω.
Και χόρτα για συνοδευτικό για τα μπαρμπούνια. Βλήτα και ραδίκια πικρά. Κι αυγά. Θα φτιάξω κι ένα κέηκ.
Και πατατούλες τηγανητές. Να τις πασπαλίσω με ρίγανη. Την φέραμε από τις διακοπές. Έχει μυρίσει το ντουλάπι.
Και οι απαραίτητες γλαστρούλες. Λουίζα και πιπερόριζα. Οχι ότι τις βάζω στο φαγητό (κι ας λένε τα περιοδικά γαστρονομίας που ξεφυλλίζω μετά μανίας τις Κυριακές), έτσι άμα μου χρειαστεί ποτέ να έχω στην βεράντα.
Οι φίλοι έφεραν το κρασί. Λευκό να ταιριάζει με τα ψαράκια μας. Και την κουβεντούλα, που βέβαια λόγω των ημερών ξέφυγε κι άγγιξε τα απαγορευμένα μονοπάτια της πολιτικής (τέτοιες συζητήσεις χαλάνε την πέψη). Αλλά δεν βαριέσαι, μετά μας πιάσανε τα γέλια, ψιλοδακρύσαμε και λίγο, κι ύστερα συρθήκαμε στους καναπάδες και κλείστηκε ο καθένας μας στο δικό του τ΄ άπιαστο όνειρο.